Με αφορμή το τέλος του 1ου μήνα του καλοκαιριού, και με τη διάθεση να επενδύσω φέτος σε μια παραλία του εξωτερικού, για τις διακοπές της οικογένειας, αναρωτιέμαι μήπως είναι και χρηματιστηριακά επίκαιρος ο τίτλος του άρθρου, που μας προκαλεί να ρίξουμε μια ματιά στον παγκόσμιο επενδυτικό χάρτη, για άλλους, πιο φιλόξενους προορισμούς.

Το δεύτερο εξάμηνο του 2013 δεν μπήκε με τους καλύτερους οιωνούς για το ΧΑ και τις μετοχές του, καθώς είδαμε την Τετάρτη τον Γενικό Δείκτη να διασπά καθοδικά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης τις 800 μονάδες, σταματώντας στις 796.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν θα έχουμε επανάληψη του 2ου τριμήνου του έτους, όταν στην αρχή του, στις 8 Απριλίου, ο Γενικός δείκτης σταμάτησε την κατρακύλα στο ίδιο σημείο (στις 799) και αντέδρασε έντονα, φτάνοντας σε 5 μόλις εβδομάδες το υψηλό του για φέτος (1152 στις 17 Μαϊου), σημειώνοντας άνοδο 44% .

Αν συνεκτιμήσουμε ότι σχεδόν ένα χρόνο πριν, στις 25/07/2012 ο Γενικός Δείκτης έβλεπε το μέχρι σήμερα χαμηλό του στον 21ο αιώνα (στις 580 μονάδες), δηλαδή 27% πιο κάτω από τα σημερινά του επίπεδα, σίγουρα σε πολλούς δημιουργείται η αίσθηση ότι ο κίνδυνος απωλειών (downside risk) είναι μικρότερος από την προοπτική κερδών και ρωτούν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να τοποθετηθούν (ξανά) στην Ελληνική αγορά.

Η άποψή μας στο GreekTrader.gr είναι ότι από καθαρά τεχνική σκοπιά ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι και για αυτό ειδικότερα για όποιον δεν κυνηγά τις ευκαιριακές αντιστροφές τάσης με τοποθετήσεις βραχυχρόνιου ορίζοντα (Intraday) , ίσως η καταλληλότερη στρατηγική να είναι η αναμονή για μερικές συνεδριάσεις ώστε να υπάρξει μια καθαρότερη εικόνα.

Είναι πολλές φορές προτιμότερο να περιμένουμε αυτό που τεχνικά καλούμε «επιβεβαίωση», δηλαδή σημάδια επίδειξης δυναμικής μιας νέας επερχόμενης τάσης (θυσιάζοντας αναπόφευχτα κι ένα μικρό μέρος κερδών), παρά να ποντάρουμε επιθετικά στην άμεση παύση της ισχύουσας, υποτιμόντας την πιθανότητα να καταγράψουμε σημαντικές απώλειες σε περίπτωση πρόωρης τοποθέτησης.

Ταυτόχρονα, όμως, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να εγκλωβιζόμαστε σε αυτό το δίλημμα που προκύπτει από το αβέβαιο οικονομικό μέλλον της χώρας, αλλά να θέσουμε ένα πολύ πιο θεμελιώδες ερώτημα: Ποιος ο λόγος να τοποθετείται κάποιος αποκλειστικά στο Ελληνικό χρηματιστήριο, τόσο σε μετοχές όσο και σε παράγωγα;

Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες όπως η δύναμη της συνήθειας ή η οικειότητα που νιώθουμε όταν αγοράζουμε μετοχές εταιρειών για τις οποίες ακούμε ή συναλλασσόμαστε στην καθημερινότητά μας, οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι είναι συναισθηματικοί και όχι ορθολογικοί παράγοντες.

Ας δούμε λοιπόν επί της ουσίας, τα βασικά χαρακτηριστικά του ΧΑ. Έχει 260 εισηγμένες μετοχές, 44 από αυτές είναι υπό αναστολή διαπραγμάτευσης και άλλες 46 υπό επιτήρηση. Καθημερινά διαπραγματεύονται γύρω στις 150 μετοχές, με συνολικό τζίρο που σπάνια ξεπερνά τα €100 εκ, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση είναι στα επίπεδα των €35 δις.

Αυτό όμως το οποίο θεωρούμε ακόμα βασικότερο είναι ότι επειδή το ΧΑ αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την Ελληνική οικονομία, ολόκληροι κλάδοι μετοχών απουσιάζουν εντελώς (π.χ. φαρμακευτικές) ή αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από μεταπρατικές εταιρείες (π.χ. πληροφορική). Ταυτόχρονα, σε πιο τεχνικό επίπεδο, είναι σπάνιο μία μετοχή να κινηθεί αντίθετα στην τάση της αγοράς ακόμα και αν έχει αντικυκλικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (δηλαδή κάποιο “στόρυ” όπως λέγαμε το μακρινό πλέον ‘99) που να δικαιολογούν αυτόνομη πορεία. Δυστυχώς, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

Ας έρθουμε τώρα να δούμε τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της χρηματιστηριακής αγοράς στις ΗΠΑ. Το NYSE έχει πάνω από 2.300 εισηγμένες, συνολική κεφαλαιοποίηση περίπου 14 τρις, και ημερήσιο τζίρο άνω των 200 δις. Επίσης υπάρχει και το NASDAQ των 2.700 και πλέον εισηγμένων με συνολική κεφαλαιοποίηση 3,5 τρις. Στα δύο αυτά χρηματιστήρια υπάρχουν 5000 μετοχές κυριολεκτικά “για όλα τα γούστα”.

Από στιβαρές και ώριμες εταιρείες που εξασφαλίζουν σταθερό μέρισμα σε βάθος χρόνου μέχρι τεχνολογικές που δεν δίνουν μέρισμα, για να χρηματοδοτήσουν την ταχύτερη ανάπτυξή τους, αλλά και πληθώρα ETF εάν δεν θέλει κάποιος να ποντάρει σε συγκεκριμένη μετοχή αλλά σε κάποιο καλάθι μετοχών ή δεικτών (όπως αυτό το πολύ δημοφιλές των Αναδυόμενων Αγορών), ενώ η ανοικτή πώληση (Short) για όσους θέλουν να επωφεληθούν από την πτώση των τιμών, και όχι από την άνοδο τους, είναι απλή και γρήγορη υπόθεση.

Η εικόνα στην Ελληνική αγορά παραγώγων δεν είναι καλύτερη, σε μεγάλο βαθμό λόγω των χαρακτηριστικών των συμβολαίων που σχεδιάστηκαν σε άλλες εποχές και δεν αναπροσαρμόστηκαν. Θεωρώντας ότι ένας μικρομεσαίος επενδυτής χρεώνεται με μία ικανοποιητική προμήθεια, χρειάζεται σχεδόν 3 μονάδες κίνηση του συμβολαίου (δηλαδή περίπου 1% στα τρέχοντα επίπεδα τιμών) και επιπλέον να καλυφθεί και το άνοιγμα αγοραστών/πωλητών (spread) για να αρχίσει να κερδίζει. Παράλληλα, ικανοποιητική ρευστότητα υπάρχει μόνο στην κοντινότερη λήξη, ενώ πέρα από το τρίμηνο δεν δίνονται καν τιμές! Στα δικαιώματα προαίρεσης (options) η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου ότι τα spread είναι πολύ μεγαλύτερα και η ρευστότητα σαφώς χαμηλότερη.

Η διαφορά με τα αντίστοιχα συμβόλαια στις ΗΠΑ είναι χαώδης. Εκεί η συνήθης προμήθεια στα συμβόλαια του S&P500 ισούται με μία μονάδα κίνηση (δηλαδή 0,06% περίπου κίνηση στα τρέχοντα επίπεδα), το άνοιγμα αγοραστών/πωλητών είναι πάντοτε στο ελάχιστο του 0,25, τα διακαιώματα προαίρεσης έχουν μεγάλη ρευστότητα και μικρά spread ακόμα και σε μακρινές λήξεις, ενώ οι αγορές παραγώγων συνολικά είναι ανοικτές περισσότερες ώρες. Η σύγκριση των βασικών μεγεθών είναι συντριπτική. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε ότι το Μάιο στο ΧΑ είχαμε 16,3 χιλιάδες πράξεις σε δικαιώματα προαιρέσεως μετοχικών δεικτών, όταν μόνο στο CBOE έγιναν 33,8 εκατομμύρια.

Αντίστοιχες, αν και μικρότερες ως προς τα μεγέθη, είναι οι διαφορές ανάμεσα στο ΧΑ και τις μεγάλες αγορές στην Ευρώπη, όπου, εξαιρουμένου του Λονδίνου φυσικά, δεν υπάρχει και ο συναλλαγματικός κίνδυνος αφού ανήκουν στην Ευρωζώνη, ενώ το ωράριό τους είναι πιο συμβατό με τις δικές μας συνήθειες. Παράλληλα, όσο και αν φαίνεται παράξενο στον “αμύητο” επενδυτή, οι διαδικασίες ανοίγματος λογαριασμών είναι απλούστερες για έναν λογαριασμό επενδυτή στο εξωτερικό παρά για την Ελλάδα.

Είναι προφανές ότι καλύψαμε ενδεικτικά και μόνο, ένα μέρος από έναν μακρύ κατάλογο ζητημάτων. Σε κάθε περίπτωση, το αρχικό ερώτημα παραμένει… Με δεδομένες τις αντίξοες συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά, μήπως θα έπρεπε ο μέσος Έλληνας επενδυτής «να πάρει τα κουβαδάκια του και να παίξει (και) σε άλλη παραλία»; Καλό καλοκαίρι!

Facebook Comments