Οι φτηνές και ανεύθυνες αντιμνημονιακές δημαγωγίες της περιόδου 2010 – 2015 εκδικούνται σκληρά, όπως δείχνει η τρέχουσα πολιτική συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος.

Η συζήτηση αυτή έχει καταρχάς νόημα μόνο όταν συνδυάζεται με τη συζήτηση για τον επιδιωκόμενο και εφικτό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης που είναι το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική οικονομία, τα νοικοκυριά, τις  επιχειρήσεις και κυρίως τους ανέργους, καθώς μόνο η ανάπτυξη οδηγεί σε  απασχόληση. Η ανάπτυξη δεν πρέπει να ενδίδει στον κίνδυνο να είναι jobless, ανάπτυξη χωρίς αύξηση των θέσεων εργασίας. Χωρίς λοιπόν  ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης είναι ανέφικτο και προφανώς εσφαλμένο να επιδιώκεται η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και μάλιστα σε ονομαστικούς όρους, χωρίς δηλαδή κυκλική προσαρμογή, χωρίς συνυπολογισμό της επίπτωσης του κύκλου της ύφεσης και της απασχόλησης στο ετήσιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν η Ελλάδα κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα, πρωτίστως γιατί κατέγραψε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και είχε υπό έλεγχο τη δημοσιονομική της κατάσταση, για οκτώ συνεχή χρόνια, από το 1994 έως το 2003.

Για κάθε χώρα και ιδίως για μια χώρα όπως η Ελλάδα με υψηλή ονομαστική τιμή δημοσίου χρέους  η επίτευξη ενός ικανοποιητικού πρωτογενούς πλεονάσματος που πρέπει να βασίζεται σε έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης διασφαλίζει την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, όπως αυτό προβάλλεται ως ποσοστό του ΑΕΠ στο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον.

Το  δημόσιο  χρέος μειώνεται ονομαστικά σε σχέση με το ΑΕΠ  λόγω της διόγκωσης του ΑΕΠ, δηλαδή του παρονομαστή. Διόγκωση ονομαστική, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή και του πληθωρισμού. Κατά μείζονα λόγω το δημόσιο χρέος μειώνεται σε πραγματικούς όρους, σε παρούσα αξία, όταν υπάρχουν ευνοϊκοί όροι   αποπληρωμής: μεγάλη διάρκεια, μικρό μέσο επιτόκιο, περίοδος χάριτος κοκ .

Η παρούσα αξία – όπως είχα πολλές φορές την ευκαιρία  να αναπτύξω (ενδεικτικά, δείτε εδώ) –    φαίνεται πρωτίστως στο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και κατ´επέκταση στις ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης  που έχει κάθε κράτος. Ένα χρέος με μεγάλη ονομαστική αξία, μπορεί να έχει μικρό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης και να συνεπάγεται  περιορισμένες ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης, επειδή είναι πολύ μικρότερο σε παρούσα αξία.

Αυτή είναι η ελληνική περίπτωση. Η  επιδείνωση όμως που προκάλεσε η παρούσα κυβέρνηση με τους χειρισμούς της είναι δραματική. Σύμφωνα με την πρόσφατη  μελέτη βιωσιμότητας που παρουσίασε το ΔΝΤ (δείτε εδώ ), τον Ιούνιο του 2015 η προβολή για το 2060 έδινε ονομαστικό χρέος 100% του ΑΕΠ και ετήσιες μεικτές ανάγκες χρηματοδότησης κάτω από το 15% του ΑΕΠ. Μετά τον Ιούνιο του 2015 και  όσα έγιναν, η προβολή δίνει για  το 2060 χρέος 250% του ΑΕΠ και ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης που φτάνουν το 60% του ΑΕΠ. Οι αρνητικές επιπτώσεις διογκώνονται γεωμετρικά.

Οι ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ την περίοδο του τυφλού αντιμνημονιακού πάθους, πριν αναβλέψουν και υιοθετήσουν την αφήγηση της  δήθεν απόλυτης συνέπειας τους ως προς την εφαρμογή των σκληρών όρων του τρίτου / τέταρτου μνημονίου στο οποίο οι ίδιοι μας οδήγησαν, είχαν στήσει άγριο χορό κατά της δέσμευσης της χώρας να πετύχει και να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα. Η θέση τους ήταν τότε ότι αυτό στραγγαλίζει την οικονομία, ότι ο μόνος εφικτός στόχος είναι το πολύ πολύ ο πρωτογενώς ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Σύμφωνα με την τότε θέση τους η βιωσιμότητα του χρέους μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με ονομαστικό κούρεμα  μέσω διεθνούς διάσκεψης ή ακόμη και μονομερώς.

Απέναντι στο δρεπανηφόρο αυτό άρμα της αντιμνημονιακής δημαγωγίας ήταν αδύνατο να ακουστούν τα βασικά μας επιχειρήματα που τα έλεγα επιμόνως:

Το αρχικό σημείο αφορούσε τη συμφωνία του Μαρτίου / Νοεμβρίου 2012 για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η τότε μελέτη βιωσιμότητας του χρέους (DSA) των  ΔΝΤ / Ευρωπαϊκής Επιτροπής / ΕΚΤ ήθελε να επιτυγχάνεται επίπεδο ονομαστικής τιμής χρέους 120% του ΑΕΠ το 2022 και ως εκ τούτου κατέληγε στην ανάγκη για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% υπό την υπόθεση όμως ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι σταθερά τουλάχιστον 2,1%. Η μελέτη αυτή ξέραμε ότι δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την πραγματική μείωση που επήλθε στο χρέος το 2012 σε παρούσα αξία. Ξέραμε ότι δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη το περιορισμένο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Ήταν για εμάς σημαντικό τότε να γίνει η δραστική παρέμβαση στο  χρέος ( PSI , PSI plus ,OSI), να δεσμευθούν οι εταίροι για συμπληρωματική παρέμβαση στο χρέος μόλις επιτευχθεί έστω και μικρο πρωτογενές πλεόνασμα, να εκταμιευθεί το δεύτερο δάνειο με τους εντυπωσιακά καλούς όρους του EFSF και να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες.  Ήταν  επίσης σημαντικό για εμάς τότε να δεσμευθούν οι εταίροι ότι όλα εξαρτώνται  από την επίτευξη ικανοποιητικού  ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης.

Ξέραμε ότι τα πράγματα θα εξελισσόντουσαν έτσι που θα μας επέτρεπαν πολύ σύντομα να ζητήσουμε σημαντική μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, μόλις καταγράφαμε  έστω μικρο  πρωτογενές πλεόνασμα  και μόλις γινόταν ευρύτερα αντιληπτό το πραγματικό μέγεθος του ελληνικού δημοσίου  χρέους σε όρους παρούσας αξίας.

Αυτό και έγινε. Ως αντιπρόεδρος της τότε κυβέρνησης και υπουργός οικονομικών αρχικά και εξωτερικών στη συνέχεια έχω θέσει επισήμως σε πάμπολλες περιπτώσεις ( δείτε εδώ) από το 2012 και πιο έντονα από το  2013 – μόλις επιτεύχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα – την ανάγκη  μείωσης του ονομαστικού στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος και στροφής προς την αύξηση του παρονομαστή, δηλαδή προς την ετήσια  αύξηση του ΑΕΠ. Θα θυμούνται κάποιοι τις επίμονες αναφορές μου στον παρονομαστή του κλάσματος χρέος προς ΑΕΠ.

Τώρα ο Διοικητής της ΤτΕ έθεσε το ίδιο θέμα αναφέροντας ενδεικτικά ως λογικό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος το 2% του ΑΕΠ. Το ζήτημα εντάχθηκε στο λόγο  της αντιπολίτευσης σε υψηλό επίπεδο.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ / ΑΝΕΛ που σήκωσε επί χρόνια τη σημαία για μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα και γενναίο ονομαστικό κούρεμα του χρέους, τώρα  υπερασπίζεται ως «συνεπής Ευρωπαίος παράγων» το στόχο του 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα με την υπόθεση ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης θα είναι μόλις 1,1% -όχι 2,1 % όπως προέβλεπε η DSA του 2012- και δηλώνει ικανοποιημένη με  αόριστες μικρο-υποσχέσεις σχετικές με τη παρούσα αξία του χρέους, μηδαμινές σε σύγκριση με το ονομαστικό κούρεμα και τη μεγάλη η μείωση σε παρούσα αξία που έγινε το 2012!

Αυτή είναι η εκδίκηση της ιστορίας! Όμως εμάς μας ενδιαφέρει η Πατρίδα. Και η Πατρίδα χρειάζεται επειγόντως τους μεγαλύτερους δυνατούς ρυθμούς ανάπτυξης, αφού γύρισε δυστυχώς και το 2015 και το 2016 σε ύφεση.

Αυτό είναι το προέχον και αυτό εξαρτάται πρωτίστως από τις εσωτερικές πολιτικές, κοινωνικές και επιχειρησιακές συνθήκες. Από τις επιλογές του ίδιου του ελληνικού λαού και των πολιτικών του εκπροσώπων. Αν γίνουν τα αναγκαία  βήματα ως προς την ανάπτυξη, είναι εύκολο και εύλογο να ζητήσουμε αξιόπιστα ως χώρα να δοθούν αμέσως- και όχι μετά το τέλος του προγράμματος -οι συμπληρωματικές παραμετρικές αλλαγές για το χρέος και να συνταχθεί  μια μελέτη βιωσιμότητας του χρέους που κάνει ορθές προβολές με βάση την παρούσα και όχι την ονομαστική αξία του. Επαναλαμβάνω (ενδεικτικά, δείτε εδώ: ότι μόνο στην ελληνική περίπτωση η διαφορά μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας είναι περίπου 80% του ΑΕΠ. Στις άλλες χώρες της ευρωζώνης η διαφορά είναι μόλις 1 έως 5 % του ΑΕΠ.

Συνεπώς η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ως προϋπόθεση τους ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και άρα μια εθνική αναπτυξιακή πολιτική. Η συζήτηση αυτή έχει ως συμφραζόμενα όλα όσα έγιναν και πρέπει να γίνουν σε σχέση  με το χρέος με όρους ιστορικής αλήθειας .

Στο θεμέλιο μιας τέτοιας σοβαρής συζήτησης βρίσκεται η ανάγκη για ένα πρωτογενές πλεόνασμα μνήμης ως προς το τι έλεγε και τι έκανε ο καθένας τα τελευταία έξι βαριά χρόνια. Προς το παρόν το εθνικό ισοζύγιο μνήμης / λήθης  είναι εμφανώς ελλειμματικό.

Facebook Comments