Περαιτέρω αύξηση των «κόκκινων δανείων» για φέτος προβλέπει η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα για πρώτη φορά στη δημοσιότητα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι στο βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία «θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση».

Σήμα κινδύνου από Στουρνάρα για τις τράπεζες λόγω «κόκκινων» δανείων

Διατυπώνει μάλιστα την εκτίμηση ότι το πιστοδοτικό κενό (credit gap) για την ελληνική οικονομία ξεπερνά τα 34,5 δισεκ. ευρώ.

Η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος θα δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η συγκεκριμένη Επισκόπηση έχει περίοδο αναφοράς την πενταετία 2010-2015 σε ό,τι αφορά τη διαρθρωτική ανάλυση, ενώ εστιάζεται στην περίοδο 2014-2015, με αναφορά και στο 2016, σε ό,τι αφορά την ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου και των κινδύνων ρευστότητας και αγοράς.

Η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος αξιολογεί τις εξελίξεις και εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει – εκτός από τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες – τις μη τραπεζικές χρηματοδοτικές εταιρείες, αλλά και τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ακόμη, στην Επισκόπηση συμπεριλαμβάνονται και δύο Ειδικά Θέματα. Το πρώτο Ειδικό Θέμα περιγράφει τις δράσεις για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ το δεύτερο αναλύει τις επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην οικονομία από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.

Με την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων παρέχεται ένα βασικό εργαλείο για την άσκηση της μακροπροληπτικής πολιτικής, η οποία έχει ως στόχο τη μείωση των συστημικών κινδύνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα πρέπει να συμπληρώνει την μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών, που επικεντρώνεται περισσότερο στην ευρωστία των μεμονωμένων ιδρυμάτων.

Αναφερόμενη στα «κόκκινα» δάνεια η ΤτΕ τονίζει:

Από την ανάλυση των κατανομών των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί ανησυχητική ένδειξη το γεγονός ότι τα 2/3 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 70%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 76% τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου.

Στο ίδιο πλαίσιο, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η διαπίστωση ότι περισσότερα από 40% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης του έτους (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών με αυξητικές τάσεις, καθώς το εν λόγω εύρημα υποδηλώνει υψηλό βαθμό παγίωσης της κατάστασης και αναδεικνύει τις δυσκολίες αποτελεσματικής διαχείρισης.

Επιπλέον, δεδομένου ότι τα δάνεια που εντάσσονται στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) αποτελούν το 30% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ανησυχία προκαλεί η αύξηση της εν λόγω κατηγορίας κατά 15,9%.

Ιδιαίτερα υψηλά (μεγαλύτερα του 90%) είναι τα ποσοστά των καταγγελμένων απαιτήσεων για τις οποίες δεν έχει γίνει κάποια μορφή οριστικής διευθέτησης.

Όσον αφορά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, αξίζει να σημειωθεί ότι κάτι περισσότερο από 3 εκατομμύρια φάκελοι δανείων είναι μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, από ένα συνολικό αριθμό άνω των 9,4 εκατομμυρίων. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγάλος αν αναλογιστεί κανείς ότι ο αριθμός των ενεργά απασχολούμενων στην Ελλάδα είναι 3,6 εκατομμύρια το δ’ τρίμηνο του 2015.

Δείκτες παρακολούθησης και αξιολόγησης των δανείων σε καθυστέρηση

Σχετικά με τους δείκτες παρακολούθησης και αξιολόγησης της διαχείρισης των δανείων σε καθυστέρηση παρατηρούνται τα εξής:

Οι διαγραφές δανείων κατά τη διάρκεια του 2015 ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες (μόλις το 1% των συνολικών NPEs) και αφορούν κυρίως καταγγελμένες απαιτήσεις.

 Ο δείκτης «αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά ανοίγματα» είναι σχετικά χαμηλός για το συνολικό χαρτοφυλάκιο (λίγο περισσότερο του 50%). Ως προς τα επιμέρους χαρτοφυλάκια, ο αντίστοιχος δείκτης φθάνει στο 86% για τα στεγαστικά, μόλις 11% για τα καταναλωτικά και 42% για τα επιχειρηματικά.

 Στο ίδιο πλαίσιο, ο δείκτης του βαθμού εξασφάλισης καταγγελμένων απαιτήσεων ανέρχεται στο 46% για το σύνολο του χαρτοφυλακίου. Ως προς τα επιμέρους χαρτοφυλάκια, ο αντίστοιχος δείκτης δια-μορφώνεται στο 73,5% για τα στεγαστικά, μόλις 12% για τα καταναλωτικά και 47% για τα επιχειρηματικά. Σε κάθε περίπτωση, οι εξασφαλίσεις κατά ένα μεγάλο πο-σοστό (87% για το σύνολο του χαρτοφυλακίου) αφορούν εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου15.

 Όσον αφορά την κάλυψη των NPEs από προβλέψεις, ο δείκτης κάλυψης (σύνολο προβλέψεων επί των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων) και ο λόγος (Texas) «συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ως προς τις συνολικές προβλέψεις και τα εποπτικά κεφάλαια» διαμορφώνονται στο 50% και 124% αντίστοιχα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης εξυγίανσης (Cure rate)17 βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο (2,8%), και μάλιστα χαμηλότερα του δείκτη αθέτησης (Default rate)18, ο ο-ποίος διαμορφώνεται στο 3,5%.

Μια σημαντική διάσταση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί ο χρονικός ορίζοντας των ρυθμίσεων/διευθετήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις δανείων είναι κυρίως βραχυπρόθεσμες (έως δύο χρόνια), ενώ το μεγαλύ-τερο ποσοστό αφορά τις κατηγορίες επιχει-ρηματικών και στεγαστικών δανείων.

Παράλληλα, οι τράπεζες λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές στις συνήθειες αποπληρωμής των δανειοληπτών τους και τις μετρήσεις της ποιότητας των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, έχουν σχηματίσει αυξημένες προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες σωρευτικά ανέρχονται στο επίπεδο των 54 δισεκ. ευρώ το 2015, έναντι 43,7 δισεκ. ευρώ το 2014. Η πολιτική αυτή οδήγησε στην αύξηση των συσσωρευμένων προβλέ- ψεων ως ποσοστού των συνολικών ανοιγμάτων το 2015 (Δεκέμβριος 2015: 22,1%, Δεκέμβριος 2014: 17,6%). Κατά συνέπεια, η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμά- των από προβλέψεις βελτιώθηκε και διαμορ- φώθηκε στο 50,1% το 2015, έναντι 48,8% το εννεάμηνο του 2015 και 44,0% το 2014, και είναι σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με το μέσο όρο των ευρωπαϊκών ομίλων μεσαί- ου μεγέθους, ο οποίος ανέρχεται στο 46,1% το εννεάμηνο του 2015.

Προκλήσεις, κίνδυνοι και αβεβαιότητες

Στο βαθμό που οι τράπεζες δεν προβούν σε αναδιαρθρώσεις των χαρτοφυλακίων τους, (π.χ. περιορισμός του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων μέσω της αναχρηματοδότησης υφιστάμενων δανείων με ευνοϊκότερο για τις εταιρίες επιτόκιο, ανταλλαγή εταιρικού χρέους με μετοχικό κεφάλαιο), τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα αναμένεται να αυξηθούν και κατά τη διάρκεια του 2016, ακόμη και στην περίπτωση ομαλοποίησης των μακροοικονομικών συνθηκών, δεδομένου ότι έχει παρατηρηθεί ιστορικά χρονική υστέρηση με- ταξύ της θετικής αναστροφής του μακροοικο- νομικού περιβάλλοντος, και της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Πάντως οι προκλήσεις παραμένουν, ως κληροδότημα της κρίσης του δημόσιου χρέους. Ασφαλώς η διαμόρφωση ενός αυστηρότερου πλαισίου πιστοδοτικών κριτηρίων συντελεί στη συνετότερη χορήγηση δανείων σε βιώσιμες επιχειρήσεις. Ωστόσο, το τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να είναι ζημιογόνο λόγω του σημαντικού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, της έλλειψης ζήτησης από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αλλά και της απομόχλευσης με αποτέλεσμα να παρεμποδίζονται οι προοπτικές πιστωτικής επέκτασης και διατηρήσιμης κερδοφορίας των τραπεζών στο μέλλον. Επιπροσθέτως λόγω των περιοριστικών συνθηκών ρευστότητας, η ευχέρεια προσφοράς νέων πιστώσεων από τις τράπεζες είναι πολύ μικρή. Ως αποτέλεσμα, επιδεινώνεται η δυνατότητα παραγωγής νέου κεφαλαίου μέσω των αδιανέμητων κερδών και κατά συνέπεια η ικανότητα των τραπεζών να αυξήσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Στο βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθε-σμη βάση. Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι μια εκτίμηση του πιστοδοτικού κενού (credit gap) για την ελληνική οικονομία ξεπερνά τα 34,5 δισεκ. ευρώ.

Παρά τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας από τις τελευταίες αυξήσεις κεφαλαίου που ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 2015, ο πιστωτικός κίνδυνος δεν αναμένεται να υποχωρήσει σύντομα υπό τις εξής προϋποθέσεις:

(α) οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες, οπότε στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα χρειαστεί να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.

(β) η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οπότε θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία.

(γ) η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο, οπότε τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ως αποτέλεσμα, το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων των τραπεζών θα επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ θα περιοριστεί και η ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν επαρκώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις προβλέψεις.

(δ) μια ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία επηρεάζει πτωτικά και τις αγορές ακινήτων, όπου σε περίπτωση απώλειας του σταθερού εισοδήματος των νοικοκυριών, δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν λάβει ακόμη με την πώληση του ακινήτου τους, ενώ από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί σημαντικά και η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους.

Πιστωτικός κίνδυνος από ανοίγματα σε νοικοκυριά

Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά αποτελούσαν στο τέλος του 2015 το 46,3% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα21 και τα 2/3 αυτού αφο-ρούσαν στεγαστικά δάνεια. Όπως προκύπτει από την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων που διενεργεί η Τράπεζα της Ελλάδος σε τρι-μηνιαία βάση, οι τράπεζες υιοθέτησαν αυστηρότερα κριτήρια για τη χορήγηση δανείων το 2015 – συγκεκριμένα το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2015 – ενώ τα κριτήρια παρέμειναν αμετάβλητα το α΄ τρίμηνο του 2016.

Η δυσχέρεια των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις αυξή-θηκε περαιτέρω λόγω της σημαντικής μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης καθώς το εργατικό δυναμικό κατευθύνθηκε περισσότερο σε δραστηριότητες μερικής απασχόλησης και ορισμένου χρόνου, σε σύγκριση με τις δραστηριότητες ολικής απασχόλησης και αορίστου χρόνου που υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ως εκ τούτου, το σταθερό τμήμα της εισοδηματικής τους βάσης μειώθηκε, με παράλληλη αύξηση της μεταβλητού τμήματος. Ακόμη, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα – παρά τη σχετική μείωση του ποσοστού ανεργίας – και η αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων και των ασφαλιστικών εισφορών των φυσικών προσώπων αναμένεται να συντελέσουν σε περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ η αβεβαιότητα για τη διατήρησή του στο μέλλον έχει ήδη οδηγήσει στην καθυστέρηση αποπληρωμών δανειακών υπο-χρεώσεων, ιδίως σε σχέση με προσωπικά δά-νεια, αλλά ακόμη και με στεγαστικά δάνεια.

Πιστωτικός κίνδυνος από ανοίγματα σε επιχειρήσεις

Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις αποτελούσαν το 53,7% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα στο τέλος του 2015. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων ως προς τα συνολικά ανοίγματα παρουσίασε αύξηση το 2015, ενώ το ύψος του παραμένει χαμηλότερο από τον αντίστοιχο λόγο για το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, αλλά υψηλότερος από ότι για το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο σχετικά υψηλότερος από τον αναμενόμενο λόγο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, επηρεάζεται κυρίως από το υψηλό ποσοστό στην κατηγορία των μικρομεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ενώ σε ό,τι αφορά την κατηγοριοποίηση ανά κλάδο, πολύ υψηλά ποσοστά σε σχέση με το μέσο όρο παρατηρούνται κυρίως σε κλάδους με μικρότερη συνεισφορά στην πραγματική οικονομία.

Συγκεκριμένα, η αγορά εμπορικών ακινήτων, ο κλάδος της δημόσιας διοίκησης και το εμπόριο συμβάλλουν στο 39% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι τομείς του τουρισμού, της γεωργίας και των κατασκευών συμβάλλουν μόνο στο 7%, 4% και 3% της οικονομικής δραστηριότητας, αντίστοιχα. Παρόλα αυτά, προκειμένου για τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανά κλάδο, φαίνεται ότι οι υψηλότεροι δείκτες σχετίζονται με τους τομείς που έχουν μικρότερη συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, όπως της γεωργίας και του τουρισμού (58,8% και 53,8% αντίστοιχα). Σε ό,τι αφορά τους κύριους κλάδους, αυτοί επίσης εμφανί-ζουν υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (εμπόριο 48,5%, κατασκευές 52,5%, εμπορικά ακίνητα 54,6% και μετα-ποίηση 51,7%). Επομένως, στο βαθμό που παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση μη εξυπη-ρετούμενων ανοιγμάτων σε συγκεκριμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, το πρόβλημα καθίσταται περισσότερο διαχειρί-σιμο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άλλοι τομείς που συμβάλλουν στο 40% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, έχουν συνολικό δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μικρότερο από το μέσο όρο (43,8% το 2015) για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.

Πάντως η δυνατότητα των τραπεζών να παρέχουν πιστοδοτήσεις μπορεί να αναλυθεί και στο γενικότερο πλαίσιο της προσφοράς και της ζήτησης τραπεζικών πιστώσεων. Σε ότι αφορά την προσφορά πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στην πραγματική οικονομία, απαραίτητη προϋπόθεση παραμένει η αποκατάσταση των συνθηκών ρευστότητας. Η παρούσα συγκυρία όμως χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών καθώς και σημαντική εξάρτηση από το μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος. Σε ότι αφορά τη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων από τις επιχειρήσεις, αυτή επηρεάζεται από τη συνεχιζόμενη ύφεση της οικονομίας, την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας καθώς και από την υψη-λή μόχλευση των εταιρειών.

Βεβαίως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιδράσει θετικά στη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας από το β΄ εξάμηνο του 2016. Ενδείξεις για την εξέλιξη της συναλλακτικής συμπεριφοράς παρέχουν και τα στοιχεία της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το α΄ τρίμηνο του 2016, ο αριθμός και η αξία των ακάλυπτων επιταγών αυξήθηκαν κατά 8,3% και 3% σε ετήσια βάση αντίστοι-χα. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι την περί-οδο 2011-2015 παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της κυκλοφορίας επιταγών, ως απο-τέλεσμα (α) της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και (β) της μείωσης της δυ-νατότητας έκδοσης. Επιπροσθέτως, το α΄ τρί-μηνο του 2016 ο αριθμός των απλήρωτων συναλλαγματικών μειώθηκε κατά 11,4%, ενώ η αξία τους αυξήθηκε κατά 2,1%. Όμως επί-σης κατά την περίοδο 2011-2015 παρατηρή-θηκε σημαντική υποχώρηση στην κυκλοφορία τους, λόγω της μείωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επιπλέον, παρατηρήθη-κε μείωση τόσο στον αριθμό όσο και στην αξία πτωχεύσεων την περίοδο 2011-2015, δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός μικρο-μεσαίων ιδιαίτερα επιχειρήσεων έχουν κλείσει κατά την περίοδο αυτή, ενώ το α΄ τρίμηνο του 2016 οι μειώσεις διαμορφώθηκαν στο 44,6% και 63,6% αντίστοιχα.

Facebook Comments