Την περασμένη εβδομάδα ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Όλι Ρεν έστειλε επιστολή προς το Ecofin, με την οποία καλούσε τους υπουργούς Οικονομικών της Ένωσης να εγκρίνουν μία χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων λόγω των έκτακτων οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην Ευρώπη.

Η μακροοικονομική παραδοχή επί της οποίας βασίστηκε αυτή η πρωτοβουλία είναι η ζημιά που έχουν κάνει οι περικοπές δαπανών χάριν δημοσιονομικής προσαρμογής: Τη στιγμή που, γράφει ο Ρεν, πολλά κράτη-μέλη έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη από δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις για την επανεκκίνηση της τελματωμένης οικονομίας τους και την επιστροφή τους σε συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης, οι επενδύσεις αυτές έχουν θυσιαστεί στο βωμό των οριζόντιων περικοπών.

Είναι δυνατόν να επινοηθεί μία εξαίρεση κεφαλαιουχικών επενδύσεων από το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο του 3% του δημόσιου ελλείμματος/ΑΕΠ, όταν αυτές έχουν σίγουρα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά αποτελέσματα; Αν και ουδεμία τέτοια εξαίρεση προβλέπεται τυπικά από το αυστηρό θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., στην πραγματικότητα η πρόσφατη αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δίνει πια τη δυνατότητα μιας ελαστικότερης ερμηνείας στην Επιτροπή: Υπό ορισμένες προϋποθέσεις εφάπαξ δημόσιες δαπάνες για επενδυτικά προγράμματα με εγνωσμένα αποτελέσματα στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μπορούν να γίνουν ανεκτές ως «προσωρινές αποκλίσεις» από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο των κρατών-μελών ή από το μονοπάτι προσαρμογής προς αυτόν.

Σε περίοδο ύφεσης ή όταν η ανάπτυξη είναι πολύ κατώτερη του δυναμικού των παραγωγικών μέσων μιας οικονομίας, και εφόσον οι δημόσιες επενδύσεις συνδέονται με στρατηγικούς στόχους της ίδιας της Ένωσης, όπως η κατασκευή ή αναβάθμιση διευρωπαϊκών δικτύων μεταφοράς, ενέργειας ή τηλεπικοινωνιών ή ακόμη η προώθηση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, η Επιτροπή μπορεί να δεχτεί τη διοχέτευση πόρων για αναπτυξιακές επενδύσεις αντί για την κατά προτεραιότητα αποπληρωμή του δημόσιου χρέους.

Ωστόσο αυτή η πρόταση για δυνητική χαλάρωση της λιτότητας έρχεται με μία ιδιαίτερα αυστηρή προϋπόθεση: ότι η απόκλιση δεν θα οδηγήσει προοπτικά στην υπέρβαση του 3% στο λόγο δημόσιου ελλείμματος/ΑΕΠ και πως ο κανόνας περί ανώτατου επιτρεπόμενου δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ θα γίνει σεβαστός.

Εν ολίγοις τα μόνα κράτη-μέλη που θα επωφεληθούν από την προτεινόμενη ελαστικότερη ερμηνεία των κανόνων θα είναι εκείνα τα οποία έχουν ήδη επιτύχει χαμηλά επίπεδα δημόσιων ελλειμμάτων και χρέους έπειτα από αιματηρά προγράμματα λιτότητας, όπως η Ρουμανία ή η Λετονία. Αντιθέτως χώρες όπως η Ιταλία, που υποφέρουν από πολύ υψηλό λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, δεν θα μπορούν να επικαλεστούν τη χαλάρωση, για να βγουν από τον οικονομικό μαρασμό με μία δυναμική αντικυκλική πολιτική.

Από μακροοικονομική σκοπιά αυτή η ερμηνεία της Επιτροπής αποδίδει για ακόμη μία φορά τη μονεταριστική ιδεοληψία της με τις περικοπές δημόσιων δαπανών, ασχέτως των υφεσιακών συνεπειών που θα έχουν αυτές λόγω του υψηλού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή.

Έτσι η χαλάρωση θα αποβεί δώρον άδωρον, επειδή θα ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος μιας «διπλής ύφεσης», δηλαδή μιας ύφεσης που θα ακολουθείται από μία σύντομη και εύθραυστη περίοδο ανάκαμψης, προτού κυλήσει πάλι σε ύφεση λόγω της βιασύνης στην αποπληρωμή χρεών αντί για τη στήριξη μιας επιθετικής πολιτικής δαπανών και τη διοχέτευση χρήματος στο κύκλωμα της πραγματικής οικονομίας.

Από πολιτική σκοπιά ο κίνδυνος ενός εκτροχιασμού των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής λόγω «ατυχήματος», όπως παραλίγο να γίνει πρόσφατα στην Πορτογαλία και την Ελλάδα, αυξάνεται σημαντικά όσο το πλαίσιο ασφυκτικής λιτότητας χαλαρώνει μεν ρητορικά, χωρίς όμως απτό αντίκρισμα στις περισσότερες των περιπτώσεων.

Facebook Comments