Αρνητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (τον 8ο τα τελευταία 9 χρόνια) της τάξης του –0,5%, αναμένει για φέτος η Eurobank, εκτιμώντας ωστόσο ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ για το 2016 και το 2017, με δεδομένη την εφαρμογή των προαπαιτούμενων και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη συλλογή των εσόδων του προϋπολογισμού.

Αναφορικά με την επίδοση της ελληνικής οικονομίας το 1ο εξάμηνο 2016, η τράπεζα, σε μελέτη με τίτλο «Ελλάδα: Προοπτικές για το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και το επόμενο έτος – Εγχώρια ανάπτυξη, ορόσημα του προγράμματος, προκλήσεις και επενδυτικές ευκαιρίες», παρατηρεί ότι:

  • η ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος για 4ο συνεχές τρίμηνο (3ο τρίμηνο 2015 – 2ο τρίμηνο 2016),
  • σε τριμηνιαία βάση καταγράφηκε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο 2016.

Αυτή η εξέλιξη, σύμφωνα με τη Eurobank, αποτελεί θετικό σημάδι αναφορικά με την προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, η τράπεζα εκτιμά πως η ανοδική πορεία δύναται να συνεχιστεί και το 3ο τρίμηνο 2016. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι θα ήταν ενδεχομένως πρόωρο να υποστηριχτεί με υψηλό βαθμό  βεβαιότητας ότι ελληνική οικονομία έχει ήδη αποφύγει την «παγίδα στασιμότητας».

Η τράπεζα επισημαίνει ότι δημοσιευμένα στοιχεία των μηνών Ιουλίου – Αυγούστου 2016 παρουσιάζουν μικτή εικόνα:

  • από την πλευρά της ζήτησης, η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ σε ετήσια βάση προήλθε από τη μείωση της κατανάλωσης (ιδιωτική και δημόσια) και των εξαγωγών. Η αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου οδήγησε στη μερική αντιστάθμιση του αρνητικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Σύμφωνα με την τράπεζα, πιθανοί ερμηνευτικοί παράγοντες των ανωτέρω μεταβολών είναι η πτωτική πορεία του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οικονομικό κλίμα και οι επιπτώσεις των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
  • από την πλευρά της προφοράς, η πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η τράπεζα εκτιμά πως η εν λόγω τάση συνεχίστηκε το 2ο τρίμηνο 2016 καθώς τα στοιχεία δείχνουν αύξηση της απασχόλησης και παράλληλα πτώση του πραγματικού ΑΕΠ. Η ερμηνεία που δίνει η Eurobank για τη συγκεκριμένη μεταβολή εδράζεται στη συρρίκνωση του φυσικού κεφαλαίου και στη μείωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής (Total Factor Productivity).

Η τράπεζα παρατηρεί επίσης ότι η πτωτική πορεία του ποσοστού ανεργίας και η αποκλιμάκωση του αποπληθωρισμού συνεχίστηκαν το 1ο εξάμηνο 2016.

Για το σύνολο του έτους 2016 η Eurobank αναμένει αρνητικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (τον 8ο τα τελευταία 9 χρόνια) της τάξης του -0,5%. Σε ό,τι αφορά τις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ (τομέας ζήτησης) η τράπεζα προβλέπει συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (-0,9%), της δημόσιας κατανάλωσης (-1,7%), των εξαγωγών (-3.0%) και των εισαγωγών (-3.5%). Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου προβλέπεται να κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση με αύξηση 3.2%.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, η τράπεζα «βλέπει» επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% και 1,75% του ΑΕΠ για το 2016 και το 2017 αντίστοιχα με δεδομένη:

  1. την εφαρμογή των προαπαιτούμενων του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής,
  2. την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων που αποφασίστηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο 2016 στο πλαίσιο της 1ης αξιολόγησης,
  3. την επιτυχή ολοκλήρωση της τρέχουσας διαδικασίας αναθεώρησης των εξόδων του προϋπολογισμού και
  4. τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη συλλογή των εσόδων του προϋπολογισμού.

Η τράπεζα σημειώνει ότι μέχρι το τέλος του (δημοσιονομικού) 2016 η κυβέρνηση θα πρέπει να συλλέξει συνολικά 10,09 δισ. και 10,49 δισ. ευρώ από άμεσους και έμμεσους φόρους αντίστοιχα. Κατά την τράπεζα, αυτή η δημοσιονομική επιβάρυνση είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση το υπόλοιπο του έτους. Εντούτοις, η τράπεζα σημειώνει ότι είναι ενθαρρυντικό πως τον Ιούλιο διατέθηκαν 0,97 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα. Η Eurobank αναμένει ότι επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ θα διατεθούν για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων μέχρι το τέλος του 2016.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η μελέτη της Eurobank καταδεικνύει ότι η συμμετοχή διαπραγματεύσιμου δημοσίου χρέους στο εν λόγω πρόγραμμα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στις αρχές του 2017 υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στην ανάλυσή του για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους θα αξιολογήσει θετικά την πρόοδο που έχει σημειωθεί και δεύτερον, ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος. Η συνολική εξαγορά ελληνικών τίτλων θα μπορούσε να φτάσει κατ’ ανώτατο όριο περί τα 4,2 δισ., το οποίο, κατά τη Eurobank, θα μπορούσε να αυξηθεί σε 5 δισ. ή και περισσότερο εάν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ επεκτεινόταν πέρα του Μαρτίου 2017. Αυτό θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αξία του τρέχοντος όγκου ημερησίων συναλλαγών ελληνικών τίτλων, ασκώντας,  σύμφωνα με την τράπεζα, έντονα θετική επίδραση στα ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia) και συμβάλλοντας σε περαιτέρω σημαντική συμπίεση των διαφορών αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. 

Σχετικά με τη πορεία εφαρμογής του 3ου ελληνικού προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η Eurobank τονίζει ότι η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο, ανοίγοντας το δρόμο για σημαντική βελτίωση των προοπτικών της οικονομίας οι οποίες εντούτοις συνεχίζουν να υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες. Η δεύτερη (και τελευταία) υποδόση ύψους 2,8 δισ. συνεχίζει να εκκρεμεί αν και αναμένεται ότι όλα τα ανοιχτά θέματα θα έχουν διευθετηθεί έως τις αρχές Οκτωβρίου, τονίζουν οι αναλυτές της τράπεζας και συμπληρώνουν ότι, υπό αυτή την προϋπόθεση, το Eurogroup της 10ης Οκτωβρίου αναμένεται να εγκρίνει την εκταμίευση της υποδόσης και να δώσει το πράσινο φως για την έναρξη των επίσημων συζητήσεων στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.

Κατά τη Eurobank, η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις είναι θεμελιώδους σημασίας για ενδεχόμενη συγκεκριμενοποίηση του συμφωνηθέντος μεσοπρόθεσμου πλαισίου για την ελάφρυνση του χρέους, και κατά συνέπεια, το χρόνο ενδεχόμενης ένταξης διαπραγματεύσιμου ελληνικού δημοσίου χρέους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Facebook Comments