Δύο μήνες πριν  από  τις  αμερικανικές εκλογές  της  8ης Νοεμβρίου, η εικόνα δεν διαγράφεται τόσο καθαρή όσο θα περίμενε κανείς μέχρι πρότινος. Η Χίλαρι Κλίντον παραμένει αδιαφιλονίκητο φαβορί για τα γραφεία στοιχημάτων,  ενώ  προηγείται στις περισσότερες δημοσκοπήσεις.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι έχει δαπανήσει πολλαπλάσια χρήματα από τον Ντόναλντ Τραμπ στον προεκλογικό αγώνα, βλέπει το προβάδισμά της να συρρικνώνεται. Από οκτώ μονάδες που ήταν, κατά μέσον όρο, στις αρχές Αυγούστου, έχει περιοριστεί  στις  τρεις  μονάδες.  Μάλιστα, ορισμένες  δημοσκοπήσεις φέρουν τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο να έχει πάρει κεφάλι – με 40% έναντι 39% σύμφωνα με το Reuters και με 44% έναντι 42%, σύμφωνα με το CNN.

Βεβαίως, πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται αναγκαστικά εκείνος που θα λάβει τις περισσότερες ψήφους, αλλά εκείνος που θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, τους οποίους αναδεικνύουν οι ψηφοφόροι σε κάθε πολιτεία. Σ’ αυτό το επίπεδο, η υπεροχή της Χίλαρι Κλίντον εμφανίζεται ακόμη μεγαλύτερη. Και πάλι, όμως, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος, καθώς το εκλογικό σώμα εμφανίζεται περισσότερο αβέβαιο από κάθε άλλη φορά, τις τελευταίες δεκαετίες.

Μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της Washington Post κατέδειξε τη διάχυτη απαισιοδοξία των Αμερικανών για το πολιτικό τους σύστημα και την αποξένωσή τους και από τους δύο διεκδικητές της προεδρίας. Το 55% των ψηφοφόρων πιστεύει ότι μια προεδρία Κλίντον θα ήταν επιβλαβής για την ευημερία της Αμερικής, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για μια προεδρία Τραμπ ανέρχεται στο 61%. Για πρώτη φορά, τουλάχιστον στη μεταπολεμική Αμερική, οι υποψήφιοι και των δύο μεγάλων κομμάτων απωθούν την πλειονότητα του κοινωνικού σώματος.

Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Ντόναλντ Τραμπ προκαλεί αλλεργία σε μεγάλα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας –κυρίως γυναίκες, μαύρους, ισπανόφωνους– με τις ακραία αντιδραστικές θέσεις του σε σειρά θεμάτων. Αλλά και η Χίλαρι Κλίντον αδυνατεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και συμπάθεια. Το σίριαλ με την προσωπική της ηλεκτρονική αλληλογραφία όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών και ο θόρυβος για τα οικονομικά του Ιδρύματος Κλίντον είναι μόνο τα συμπτώματα, που διαμηνύουν ότι η υποψήφια των Δημοκρατικών θεωρείται από μεγάλη μερίδα  των  Αμερικανών  ως  η  επιτομή του  «κατεστημένου  της  Ουάσιγκτον»  και των διαπλεκόμενων συμφερόντων.

Το πολιτικό κενό που αφήνει το δίπολο Κλίντον – Τραμπ προσπαθούν να καλύψουν οι δύο άλλοι υποψήφιοι που συμπληρώνουν την προεκλογική εικόνα: η «Πράσινη» Τζιλ Στάιν, η οποία επιχειρεί να σερφάρει πάνω στο ρεύμα που εξέφραζε μέχρι πρότινος ο αριστερός Δημοκρατικός υποψήφιος Μπέρνι Σάντερς (τώρα κάνει καμπάνια στο πλευρό της Κλίντον), και ο πρώην Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης Νέου Μεξικού, Γκάρι  Τζόνσον.  Ειδικά  ο  τελευταίος, που προβάλλει ριζοσπαστικά φιλελεύθερες  θέσεις τόσο στην οικονομία  όσο  και  σε  κοινωνικά  θέματα (κατάργηση του φόρου εισοδήματος, νομιμοποίηση της μαριχουάνα κ.ά.), φέρεται να συγκεντρώνει την υποστήριξη  σημαντικού  ποσοστού του εκλογικού σώματος, της τάξεως του 9%.

Σε αυτό το φόντο, με ενδιαφέρον αναμένονται οι τηλεοπτικές μονομαχίες μεταξύ των δύο κυριότερων υποψηφίων, η πρώτη εκ των οποίων θα λάβει χώρα στις 26 Σεπτεμβρίου. Μια πρώτη γεύση πήραμε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, όταν Κλίντον και Τραμπ «ανακρίθηκαν» διαδοχικά από δημοσιογράφο του NBC και στρατιωτικούς γύρω από τις θέσεις τους για τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας. Στο ενδιαφέρον αυτό φόρουμ, η Χίλαρι Κλίντον προσπάθησε να τινάξει από πάνω της το στίγμα που της άφησε η υποστήριξη στον πόλεμο του Ιράκ, διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα στείλει Αμερικανούς στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Από την πλευρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ επέμεινε στο θεαματικό άνοιγμά του προς τη Μόσχα. Δήλωσε ότι θα επιδιώξει εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία και εξέφρασε εκ νέου την εκτίμησή του στον πρόεδρο Πούτιν, τονίζοντας ότι «τον υποστηρίζει το 82% του λαού του». Μια τοποθέτηση που του έχει στοιχίσει σωρεία επιθέσεων, οι οποίες, παραδόξως, δεν φαίνεται να τον κάμπτουν.

Facebook Comments