Θυμάμαι, υπήρχε μια εποχή που όταν ένας Αθηναίος άκουγε τη λέξη “Θεσσαλονίκη” έσπευδε ν’ αποκριθεί “ωωω, ερωτική πόλη” προτού σχολιάσει και κάτι για τους ονομαστούς θαλασσινούς μεζέδες της, ιδιαίτερα για τα μύδια της. Η Θεσσαλονίκη ήταν ερωτική πόλη για τους Αθηναίους όχι για τους ίδιους λόγους που ήταν για τους Θεσσαλονικείς. Όχι, για παράδειγμα, για λόγους που θα περιέγραφαν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ή ο Κώστας Ταχτσής.

Οι Αθηναίοι που ταξίδευαν στη Βόρειο Ελλάδα για εμπορικές εκθέσεις, επιχειρηματικά συνέδρια, κι άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις συνδίαζαν το ωφέλιμον μετά του υπόπτως τερπνού, “τσιλιμπουρδίζοντας” (να ένα ξεχασμένο ρήμα της ίδιας εποχής) εκτός έδρας στα σεντόνια της συζυγικής απιστίας.

Η Θεσσαλονίκη ήταν ασφαλώς μια αριστοκράτισσα επί 2300 χρόνια, αδιαλείπτως, και καταδεχόταν τα καμώματα των παντρεμένων Αθηναίων και τα παραστρατήματά τους με μια εχεμύθεια που άρμοζε στην ευγενική της καταγωγή και αγωγή.

Ο έρως και οι πράξεις του οι νυχτερινές—όχι βέβαια oλιγότερον απ’ τις απογευματινές ανταλλαγές λάγνων βλεμμάτων γεμάτων υποσχέσεις και τα φιλήδονα αγγίγματα των χεριών και των χειλιών—στην ευτυχέστερή τους περίπτωση κατέληγαν σε περιπετειούλες των ολίγων ημερών, που έσβηναν μαζί με την επιστροφή των τζαναμπέτηδων πίσω στην Αθήνα.

Στις μέρες μας, η Θεσσαλονίκη καθίσταται εκ νέου ερωτική πόλη κάθε Σεπτέμβρη. Με αφορμή τη Διεθνή της Έκθεση (ΔΕΘ), καταφθάνουν υψηλοί επισκέπτες εξ Αθηνών ορμώμενοι, οπλισμένοι με τις ίδιες συμβολικές χειρονομίες και υποσχέσεις που μετέρχονται όσοι επιθυμούν ν’ αποπλανήσουν το σκοτεινό αντικείμενο του ερωτικού τους πόθου σε πράξεις ακολασίας.

Πλάνες που θέλει καί το ίδιο το θύμα να πιστέψει, σ’ ένα πονηρό αλισβερίσι με συμφωνημένα υπονοούμενα και με κάθε λογής κινήσεις που οδηγούν με βεβαιότητα σ’ ένα κρεβάτι απατηλών αισθήσεων εφήμερης ηδονής και μακρού πόνου.

Ο ένας μετά τον άλλον, σε διαδοχικά σαββατοκύριακα, έρχονται με τα κουστουμάκια τους οι γαμπροί απ’ το κλεινόν άστυ και τάζουν ποικίλα έεδνα στον πατέρα της νύφης που δεν είναι πια και τόσο άσπιλη μήτε και παρθένα, και ίσως θά ’πρεπε να μην είναι και τόσο πρόθυμη να τους χαρίσει τη φερνή της, όποια κι αν της έχει απομείνει πλέον — κάτι θα της έχει απομείνει, ειδάλλως δεν θα επέμεναν να ζητούν την ατιμασμένη χείρα της και τον χιλιοπασπατεμένο της γλουτό.

Ο παλαιός ευφημισμός περί του έρωτος της πόλης έγινε στις μέρες μας το άγριο σεξ  που τρώει ολόκληρος ο λαός της χώρας από σαδιστές βιαστές που τον κρατούν δεμένο σε κάποιο ανήλιαγο υπόγειο, και μάλιστα, αντίθετα με όσα εγίνοντο κατά το παρελθόν, αυτήν τη φορά οι αμαρτωλές σαλονικιώτικες νύχτες εξακολουθούν και μετά την επιστροφή των γαμπρών Αθήναζε, καθ’ όλον το έτος. Και ξανά, και ξανά, και ξανά.

Facebook Comments