Η ΕΚΤ ανακοίνωσε στις αρχές του 2015 την ποσοτική χαλάρωση, ένα πρόγραμμα δημιουργίας χρήματος μέσα από αγορά χρεογράφων που περιλαμβάνει κρατικούς και ιδιωτικούς τίτλους με σκοπό να ενισχυθεί η ρευστότητα των τραπεζών και κατά επέκταση η ανάπτυξη.

Οι αρχικές κινήσεις της ΕΚΤ ήταν η αγορά κάθε 60 δις ομολόγων το μήνα, ενώ η ποσότητα αυξήθηκε στα 80 δισ. τον Απρίλιο του 2016 και τον Ιούνιο του 2016 επεκτάθηκε στην αγορά και ομολόγων του ιδιωτικού τομέα. Τέλος, το πρόγραμμα αφορά τίτλους που βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα (Investment grade) και αξίζει να τονιστεί πως το συμβούλιο των εμπειρογνωμόνων που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση είπε, σε έκθεσή του, πως η ΕΚΤ θα πρέπει να επιβραδύνει τις αγορές ομολόγων και να τις τερματίσει νωρίτερα. Κρατήστε το αυτό.

Ο ρόλος της Ελλάδας

Εδώ λοιπόν έρχεται και ο ρόλος της Ελλάδος. Η Ελλάδα δεν έχει μπει στην ποσοτική χαλάρωση λόγω δύο κριτηρίων που σχεδόν τη φωτογραφίζουν.

-Η ΕΚΤ δεν μπορεί να διακρατεί πάνω από το 33% των ομολόγων μιας χώρας που βρίσκονται σε κυκλοφορία,
-ενώ για τις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα υπό αξιολόγηση, οι αγορές θα “παγώνουν” κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης και θα  ξεκινούν μόνο αν αυτή είναι επιτυχημένη.

Με απλά λόγια σε ένα θαρραλέο πρόγραμμα τόνωσης της ρευστότητας της αγοράς, το οποίο θα ξεπεράσει το 1 τρις €, η Ελλάδα δε θα εισέλθει.

Είναι εφικτή η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση;

Για να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει το ΔΝΤ στην έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους να αναγνωρίζει τη βιωσιμότητα του.

Αν το ΔΝΤ εκτιμήσει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (στην από 26 Ιουνίου 2015 έκθεσή του το ΔΝΤ χαρακτηρίζει μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος και τονίζει πως θα γίνει, εάν η ελληνική κυβέρνηση επαναφέρει τις μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι εταίροι καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες τα προσεχή έτη) τότε και η ΕΚΤ θα καταλήξει σε ανάλογη έκθεση και θα αποκλειστεί η ένταξη των ελληνικών ομολόγων σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Τα μέτρα υπερφορολόγησης που εφαρμόζει η κυβέρνηση δεν είναι λύση για τη βιωσιμότητα του χρέους. Για να θεωρήσουν οι ευρωπαίοι εταίροι μας και το ΔΝΤ το ελληνικό χρέος βιώσιμο (στην έκθεση βιωσιμότητάς) σίγουρα πρέπει να ολοκληρωθεί η 2η αξιολόγηση. Μια 2η αξιολόγηση που θα  ολοκληρωνόταν πολύ πιο γρήγορα και ανώδυνα, αν οι θεσμοί αντίκριζαν απέναντι τους μια κυβέρνηση έτοιμη, μία κυβέρνηση που πρώτο μέλημα της, δεν θα ήταν  πώς θα αφαίμαζαν περισσότερο την αγορά με νέους φόρους, αλλά πως θα αναδομούσαν, πώς θα αναδιάρθρωναν αυτό που λέμε “κράτος”.

Λέγοντας Αναδιάρθρωση και αναδόμηση του “κράτους” δεν εννοούμε τίποτα περισσότερο από μεταρρυθμίσεις, που έχει τόσο ανάγκη ο κρατικός μηχανισμός. Σχεδόν ανέξοδες, οι οποίες είναι ικανές να αλλάξουν όλη την εικόνα που έχουν στο “κάδρο” οι δανειστές για εμάς, μία εικόνα που μέχρι τώρα μονάχα σοβαρή και υπεύθυνη δεν είναι.
Τέτοιες είναι επιγραμματικά :

-Αναδιάρθρωση όλων των διοικητικών μονάδων των υπουργείων μετά από εκθέσεις αξιολόγησης των δομών.

-Κινητικότητα Δημοσίων Υπαλλήλων κατόπιν αξιολόγησης δυνατοτήτων τους

-Ψηφιοποίηση όλου του δημοσίου και

– Απλοποίηση της υπέρμετρης φορολογικής και διοικητικής νομοθέτησης

Σε συνδυασμό με την γρήγορη υλοποίηση των  ιδιωτικοποιήσεων θα δημιουργηθεί δημοσιονομική υπεραξία και πλούτος που θα βοηθήσει τους δανειστές, να μας αντικρίσουν με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και αξιοπιστία.

Ο Β. Σόιμπλε τόνισε μετά την επίσκεψη Ομπάμα: “Όποιος λέει θα ανακουφίσουμε τα χρέη βλάπτει την Ελλάδα”. Η μείωση του ελληνικού χρέος προφανώς και θα ήταν ευχής έργον, αλλά αν εστιάσουμε μόνο σε αυτό και δεν αντικρίσουμε την αλήθεια, δηλαδή πως όλοι οι παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν την Ελλάδα στα μνημόνια παραμένουν, τότε μια ελάφρυνση χρέους δε θα μας βοηθήσει μακροπρόθεσμα γιατί η ρίζα του κακού θα παραμένει.

Η χώρα μας πρέπει να εκμεταλλευτεί την κόντρα μεταξύ Μ. Ντράγκι για συνέχιση της QE και Β. Σόιμπλε για μη συνέχιση και αυτό απαιτεί επιδέξιους χειρισμούς. Μετά και τις εξελίξεις σε Αγγλία, Η.Π.Α. και Ιταλία, η ΕΚΤ επιθυμεί να τονίσει ότι μπροστά σ αυτό τον κατακλυσμό πολιτικών και οικονομικών ανατροπών, το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης θα συνεχίσει να είναι ισχυρό και αυτό θα γίνει μέσω της συνέχιση της QE και μετά το Μάρτη του 2017.

Για το λόγο αυτό η Ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει, όπως έχει κάνει στο παρελθόν, να προτιμήσει τις εύκολες λύσεις και να μεταθέσει στο μέλλον τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ή να καθυστερήσει το κλείσιμο της αξιολόγησης. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται σταθερότητα και ο μοχλός της QE θα μπορέσει να της δώσει την ώθηση για να ξεκινήσει η πολυπόθητη ανάπτυξη.

 

Κωνσταντίνος Ι. Τολιόπουλος

Manager πολυεθνικού Ελεγκτικού Οίκου

Νικόλαος Σαμπάτης

Α. Ορκωτός Ελεγκτής πολυεθνικού Ελεγκτικού Οίκου

Μενέλαος Σπυράκος

Τραπεζικός Ελληνικού χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος στις επενδύσεις κοινοτικών προγραμμάτων

Facebook Comments