Το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος εντείνει τις πιέσεις που υφίστανται αυτό το διάστημα οι κεντρικοί τραπεζίτες. Ανεξάρτητα από την έκβασή του, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούσαν ήδη στο προοίμιο ότι στη σημερινή της συνεδρίαση η ΕΚΤ θα αποφασίσει την επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων (QE).

Το αποτέλεσμα της κάλπης και η εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα αναμένεται να επηρεάσουν την κρίση των κεντρικών τραπεζιτών, μολονότι η αντίδραση των αγορών τόσο στην απόρριψη των συνταγματικών αλλαγών όσο και στην παραίτηση Ρέντσι ήταν πολύ συγκρατημένες.

Στο συρτάρι η συζήτηση περί λήξης

Η ετυμηγορία των ιταλών πολιτών διέλυσε και τις τελευταίες αμφιβολίες των οικονομολόγων ότι η Ευρωτράπεζα θα συνεχίσει να αγοράζει μαζικά ομόλογα και πέραν του Μαρτίου. «Ο Μάριο Ντράγκι δεν θέλει να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά», σχολιάζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της VP Bank Τόμας Γκίτσελ. Συνεπώς η όποια συζήτηση για ενδεχόμενο τερματισμό του διαφιλονικούμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης μπαίνει καταρχήν και πάλι στο συρτάρι. Πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων βοηθά κυρίως τις υπερχρεωμένες χώρες, όπως την Ιταλία, προκειμένου να διατηρήσουν σε σχετικά ανεκτά επίπεδα τα επιτόκια δανεισμού.

Αυτό που σίγουρα μπορεί να αποκλειστεί είναι κινήσεις πανικού εκ μέρους της ΕΚΤ. Μετά το δημοψήφισμα ο αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης Νοβότνι εμφανίστηκε ιδιαίτερα καθησυχαστικός, εκτιμώντας ότι ακόμη και μετά το «όχι» των Ιταλών, το ενδεχόμενο εξόδου της Ιταλίας από τη νομισματική ένωση μπορεί να αποκλειστεί.

Εξάμηνη παράταση

Άγνωστο παραμένει μέχρι πότε θα διαρκέσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωτράπεζας και πόσα χρήματα είναι διατεθειμένη να δαπανήσει. Το πρόγραμμα επρόκειτο να λήξει τον ερχόμενο Μάρτιο, εντούτοις στο μεταξύ οι περισσότεροι προεξοφλούν την 6μηνη παράτασή του και δη στο σημερινό επίπεδο των μηνιαίων αγορών, ύψους 80 δισ. ευρώ. Ορισμένοι οικονομολόγοι ωστόσο δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να γίνουν κάποιες τεχνικές προσαρμογές, όπως, για παράδειγμα, να χαλαρώσει η ΕΚΤ τους όρους που έχει επιβάλει για τις αγορές ομολόγων. Χωρίς αυτές τις προσαρμογές, η Φρανκφούρτη δεν μπορεί να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα με τους ίδιους ρυθμούς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πολιτική της ΕΚΤ επικρίνεται κυρίως από τη Γερμανία. Ο επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φουστ εκτιμά ότι η τράπεζα θα πρέπει να αρχίσει να μειώνει τις μηνιαίες αγορές ομολόγων από τον Απρίλιο, καθώς προβλέπεται επιτάχυνση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2% έως τα τέλη του 2017. «Το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη είναι ιδιαίτερα χαμηλός δεν θα ισχύει το 2017», εκτιμά ο επιφανής οικονομολόγος.

Facebook Comments