Υπάρχει ένας ειδικός κύκλος της Κολάσεως για τους γραφιάδες του κίτρινου τύπου, εκεί όπου ρίπτονται σε άσβεστες φλόγες και βράζουν αιώνια σ’ ερυθροπυρωμένα καζάνια ιδιαίτερα όσοι λοιδορούν τους τεθνεώτες.

Κι αν δεν υπάρχει αυτός ο κύκλος, θα στείλω ένα email να τον φτιάξουν, και είμαι περίπου σίγουρος πως ακόμη κι οι ανθρωποκτόνοι δαίμονες, οι προαιώνιοι πατέρες του ψεύδους κι αμετανόητοι πράκτορες της πλάνης θα συναισθανθούν μια σιχαμάρα προς τους κακεντρεχείς κιτρινιστές που έχουν βαλθεί να χλευάσουν και να κακολογήσουν τους εκλιπόντες.

Αφορμή για την μετριασμένη μου έκρηξη είναι το δήθεν αφιέρωμα-ρεπορτάζ απογευματινής τηλεοπτικής λασποεκπομπής στον πρόωρα χαμένο George Michael στο αναμενόμενο σκουπιδοβάραθρο που μας έδωσε κι άλλα τέτοια αφιερώματα κάθε φορά που πέθαινε κάποιος διάσημος μέσα στο 2016, όπως ο David Bowie για παράδειγμα.

Στο απολύτως τοξικό και αηδιαστικά κατάπτυστο κείμενο που διαβάστηκε γραμμένο σε τριπλά χρησιμοποιημένη λαδόκολλα—για να μην πω εδώ ακριβώς τι λογής χαρτί ήταν, και προσβάλω τον παρόντα δίαυλο που με φιλοξενεί—τα ομοφοβικά στερεότυπα της ας-την-πούμε-συντάκτριας περίσσευαν, περισσώς διανθισμένα με άστοχο πλήθος από αρνητικά επίθετα, επιρρήματα, και φραστικά σύνολα που επέβαλαν μιαν έκλειψη κάθε φωτός πάνω στα έργα και τις ημέρες του σούπερ ποπ σταρ με τις άνω των εκατό εκατομμυρίων πωλήσεις δίσκων και την παγκόσμια λατρεία εκατοντάδων εκατομμυρίων θαυμαστών, αλλά και με την αναγνώριση από τους ομοτέχνους του.

Στερεότυπα στενόμυαλου μικρο-μικρο-μικροαστισμού που παρουσίαζαν το αντικείμενο του αφιερώματος και θανόντα ως δήθεν ένα θλιβερό πλάσμα που ταλαιπωρήθηκε αυτοδιασυρόμενος σ’ έναν διαρκή κατήφορο μοναξιάς κι ερημιάς χωρίς κανένα ηθικό μπούσουλα και χωρίς κανένα ουσιαστικό θετικό περιεχόμενο, έναν μάλλον-ίσως-πιθανώς-σχεδόν-άνθρωπο παραδομένο σε ακατανόμαστες σεξουαλικές ακολασίες, σε ανούσια πάρτυ, και σε καταχρήσεις που για την συντάκτρια ήσαν τα συστατικά που έδιναν τον τόνο των εξελίξεων της σύντομης κι αυτοκαταστροφικής ζωής του, μονάχα αυτά και τίποτ’ άλλο.

Η όλη εικόνα που αναδυόταν για τον θανόντα ήταν ενός τάχα ξεπεσμένου ειδώλου που έζησε ένα σιχαμένα έκλυτο βίο, ενός που ξόδεψε τα νιάτα και την ομορφιά του στον ανώμαλο ερωτισμό του, κι άλλα τέτοια ανατριχιαστικά ηθικοπλαστικά που με ταξίδεψαν στο τέλος της βικτωριανής εποχής, τότε που στέλνονταν σε καταναγκαστικά έργα στις αποικίες να πεθάνουν οι ομοφυλόφιλοι της αυτοκρατορίας.

Την φαντάζομαι να κρατά με γάντια και λαβίδες το αιμοσταγές της παλιόχαρτο και να το εκφωνεί στο μικρόφωνο φορώντας χειρουργική μάσκα μην τυχόν και μολύνει το στόμα της με το οποίο φιλά το βράδυ τα χαριτωμένα παιδάκια της με τις λέξεις «γκέυ» κι «ομοφυλόφιλος», τις οποίες δεν απέφυγε να συνοδέψει μ’ αναμενόμενες αναφορές πως ο George απερρίφθη από την οικογένειά του, και το ακόμα πιο εξωφρενικό πως ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά ο Γιώργος Παναγιώτου (όπως ήταν τ’ όνομά του), κάτι που δεν θα εισέλθω στον κόπο να καταρρίψω.

Δεν ξέρω εάν οφείλω να παραπέμψω τον αναγνώστη μου ν’ αναζητήσει στο Διαδίκτυο το εν λόγω βίντεο, ώστε να διαπιστώσει μόνος του ο καθένας περί τίνος εμέσματος πρόκειται, και τούτο γιατί φιλτάτη μεν η αλήθεια, φιλτέρα δε η ψυχική μας υγεία, και κάθε άσκοπη έκθεση στα παραπροϊόντα αυτού του είδους μπορεί να καταστεί βλαπτική.

Όσο ζούσε ανάμεσά μας ο George Michael, αντιμετώπισε άλλοτε με παραλυτική ενδοστρέφεια, άλλοτε με χιούμορ και προχωρημένο αυτοσαρκασμό, άλλοτε με φροντίδα για την ιδιωτικότητά του, κι άλλοτε με ανοιχτό ακτιβισμό την αδυσώπητη καταπίεση που δέχεται κάθε άνθρωπος σαν κι εκείνον από την κοινωνία μας, και ναι, μετά την διαβόητη παγίδευσή του από όργανα της αμερικανικής αστυνομίας υποχρεώθηκε να βγει απ’ την ντουλάπα του, όμως όχι με τους δικούς του όρους, αλλά με όρους τραυματικού outing. Και ναι, μετεβλήθη παρά την αρχική θέλησή του σε gay icon, όμως από τότε δεν μάσησε τα λόγια του, και κάτι συντάκτριες σαν την ανωτέρω τις είχε για πρωινό, εάν φυσικά θα καταδεχόταν ποτέ ν’ ασχοληθεί με την ασημαντότητά τους.

Κι ασχολήθηκε με κάθε λογής μη διασήμους ανθρώπους, αλλά ποτέ με ασημαντότητες, όπως προκύπτει από το πλούσιο και πολυσχιδές φιλανθρωπικό του έργο. Καμία αναφορά βέβαια σ’ αυτό απ’ τον κίτρινο τύπο της ελληνικής παρακμής και πτώσης, που αναζητεί ν’ ανιχνεύσει τη μιζέρια της—με κείμενα που επαναλαμβάνονται με το πανομοιότυπο θέμα «Κοιτάξτε, κόσμε, πόσο δυστυχείς και ξεπεσμένοι είναι οι διάσημοι, πόσο άθλιοι κι αμαρτωλοί, έρημοι κίναιδοι και ναρκομανείς, ενώ εμείς οι νορμάλ είμαστε ευλογημένοι»—ακόμη κι εκεί όπου υπήρξε λάμψη και δόξα και ταλέντο και πάθος.

Ο φρικαλέος κιτρινισμός της συντακτικής ομάδας που σέρνει πίσω του ο επικεφαλής δημοσιογράφος που δεν θα κατονομάσω, ώστε έτσι να τον καταδικάσω στη λήθη, δεν ψέλλισε κουβέντα για το πάθος της τέχνης, αλλά φλυάρησε για τα πάθη της σάρκας, μολονότι αδυνατεί να χειριστεί ακόμη κι αυτό το ιταμό λεξιλόγιο της αδιέξοδης ηθικολογίας της κυράτσας κουτσομπόλας που τρέφεται με τον πόνο και τις πομπές των άλλων.

Και τούτο διότι αδυνατεί να συλλάβει καν τι είναι πνευματικότητα, τι σαρκικότητα, τι ιδιωτικότητα, τι δημοσιότητα, και τι τέχνη. Όσο για το φονικό 2016, θα ευχηθώ να τη βγάλουμε καθαρή μέχρι την Πρωτοχρονιά, και γράφω αυτές τις αράδες ενώ μόλις έμαθα πως αναχώρησε γι’ άλλον γαλαξία πολύ πολύ μακριά η Carrie Fisher.

Facebook Comments