Η κατακρήμνιση των τραπεζικών μετοχών στο ταμπλό του ΧΑ δημιουργεί ασφαλώς μία άκρως ανησυχητική εικόνα για το επενδυτικό προφίλ και την αξιολόγηση των προοπτικών του κλάδου στην πιο κρίσιμη στιγμή της πορείας του κατά τα τελευταία χρόνια.

Τη στιγμή ακριβώς που βρισκόμαστε στο κατώφλι της διαδικασίας ολοκλήρωσης της ανακεφαλαιοποίησης, η οποία θα σφραγίσει την αναδιάρθρωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και θα πρέπει να αποτελέσει τη νέα αφετηρία για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του, την επάνοδό του στις αγορές και κυρίως την επανενεργοποίησή του στην προσπάθεια για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Τη στιγμή που θα πρέπει να είναι σε θέση να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές για το 10% των αυξήσεων κεφαλαίου που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση του ιδιωτικού του χαρακτήρα. Διότι μόνον έτσι θα μπορέσει να αναπτυχθεί, να επανέλθει σε κερδοφορία κι εν τέλει να απεμπλακεί από την κρατική χρηματοδότηση, που μέχρι τότε θα συνιστά δημόσιο χρέος και θα επιβαρύνει τον Ελληνα φορολογούμενο.

Η στάση των επενδυτών, που έχουν οδηγήσει τις τραπεζικές μετοχές σε ελεύθερη πτώση, στέλνει απλά το μήνυμα πως η διαδικασία αυτή αμφισβητείται σοβαρά παρά το γεγονός ότι ένα τεράστιο ποσό ύψους 50 δισ. ευρώ είναι διαθέσιμο για την αποκατάσταση των κεφαλαιακών ζημιών, που υπέστησαν κυρίως από το PSI και θα επιτρέψει την κεφαλαιακή τους θωράκιση και την αποκατάσταση της φερεγγυότητας και της σταθερότητάς τους.

Η αλήθεια είναι πως αυτά τα 50 δισ. ευρώ από μόνα τους δεν επαρκούν για τη διάσωση του συστήματος και τη διασφάλιση της προοπτικής του. Η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης έχει αποδειχθεί πολιτικά αλλά και τεχνοκρατικά περιπετειώδης, έχει ασάφειες και κυρίως έτσι, όπως δρομολογείται, δεν πείθει τους επενδυτές να παραμείνουν στις τράπεζες και να συμμετάσχουν στην πορεία ανάκαμψής τους παρά τα όποια κίνητρα περιλαμβάνονται στο σχέδιο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η τρόικα, που είναι ο αρχιτέκτονας και ο διαχειριστής του σχεδίου, έχει ακολουθήσει μία εξαιρετικά σκληρή έως εμμονική ή και τιμωρητική στάση, απορρίπτοντας κάθε πρόταση και εκδοχή, που θα περιόριζε τις κεφαλαιακές ανάγκες και θα ενίσχυε τη δυνατότητα προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων.

Αποτέλεσμα είναι να προχωράμε σε αυξήσεις κεφαλαίου με τις τράπεζες σε αρνητική καθαρή θέση, κάτι που απλώς σημαίνει ότι συνειδητά επιλέγεται η πλήρης επενδυτική τους απαξίωση. Αυτή και μόνο η στάση στέλνει ένα μήνυμα αποφυγής του κλάδου στους επενδυτές που, όπως φαίνεται, στο ταμπλό κρίνουν πως δεν έχουν κάτι να περιμένουν από τις ελληνικές τράπεζες. Εστω και τώρα υπάρχει χρόνος να ανασκευαστούν και τα μηνύματα και οι διαδικασίες και να εγκαταλειφθούν οι εμμονές έτσι, ώστε να δοθεί στο τραπεζικό σύστημα πραγματική δυνατότητα να διεκδικήσει το μέλλον του.

Facebook Comments