«…παν έγκλημα είναι προϊόν της προσωπικότητος του τελέσαντος τούτο..» Κ. Γαρδίκας , «Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας», Αθήνα, 1957

Με αφορμή τις εγκληματικές πράξεις κατά της ζωής των οδηγών ταξί, έναν τραυματισμό  και μια δολοφονία, μπήκαν στη ζωή μας το τελευταίο διάστημα, όροι οι οποίοι σχετίζονται με τις ανθρωποκτονίες, με το προφίλ των δραστών και τα κίνητρά τους.

Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταλήξουμε στη δημιουργία του προφίλ του δράστη χωρίς να έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα στοιχεία που έχουν συλλέξει οι αστυνομικές αρχές. Μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις που επιτρέπουν σε έναν ερευνητή να εργαστεί με ακρίβεια είναι η σε βάθος γνώση του ατόμου και της προσωπικής του ιστορίας.

Επιπλέον είναι επίφοβο να καταφεύγουμε σε χαρακτηρισμούς όπως «μανιακός», «σχιζοφρενής», «ψυχοπαθής», πριν γίνει εξέταση του ίδιου του δράστη από τους ειδικούς, πριν μάθουμε το ιστορικό του, τα κίνητρα που οδήγησαν στην πράξη του καθώς και τα στάδια από την εγκληματική ιδέα έως την εγκληματική πράξη. Άλλωστε τα στοιχεία που βοηθούν στην σκιαγράφηση του προφίλ ενός εγκληματία περιλαμβάνουν: την επιλογή του θύματος, τα χαρακτηριστικά του θύματος, τον τρόπο που λειτουργούν οι δράστες (mondus operandi), την γλώσσα που χρησιμοποιούν, την έκταση της βίας που χρησιμοποιήθηκε κατά την τέλεση της πράξης, την ηλικία και το φύλο του δράστη και του/των θυμάτων του, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους, το πολιτισμικό υπόβαθρό τους, τον τόπο κατοικίας τους, τις καθημερινές δραστηριότητές τους, την εξωτερική τους εμφάνιση καθώς και πιθανές ψυχικές διαταραχές. Ωστόσο είναι σύνηθες λόγω των αρνητικών συναισθημάτων και του σοκ που προκαλούν στα άτομα μιας κοινωνίας, ειδήσεις τέτοιου είδους, να καταφεύγουμε σε χαρακτηρισμούς και δημιουργία μύθων σχετικά με την προσωπικότητα των δραστών. Μύθοι οι οποίοι ίσως θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις. Η πίστη μας άλλωστε σε ζωτικές βεβαιότητες και οι ιδεοληπτικές μας μεροληψίες είναι απαραίτητες για την ψυχική μας ισορροπία. 

Το κίνητρο σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί ψυχικό «παράγωγο» το οποίο εκπορεύεται από βιώματα του δράστη (ενώ σε περιπτώσεις δεν συνειδητοποιείται από τον ίδιο), είτε από τον τρόπο της ηθικής και γνωστικής του ανάπτυξης, είτε από σημαντικά για τη ζωή του ερεθίσματα. Πολλές φορές δηλαδή τα κίνητρα αφορούν στο συνειδησιακό και αξιακό ψηφιδωτό της ίδιας της ύπαρξης του ατόμου. Τα κίνητρα φυσιολογικά ή συμπεριφορικά, πριν την λήψη της απόφασης δεν αρκούν. Απαραίτητο είναι το βουλητικό στοιχείο (βούληση για δράση), η πρόθεση και η γνώση ή μη των αποτελεσμάτων της εγκληματικής πράξης.   

Σε κάποια εγκλήματα λόγω του αποτρόπαιου τρόπου της τέλεσής τους ή επειδή δεν υπάρχει ξεκάθαρο κίνητρο, «μεταφράζεται» η εγκληματική συμπεριφορά ως «ανώμαλη» ή «εμμονική». Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δράστης είναι εγκληματίας. Τις πράξεις του δεν μπορούμε να τις ερμηνεύσουμε υπό το πρίσμα άλλων, μη εγκληματικών πράξεων.

Η προσωπικότητα του δράστη έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους εγκληματολόγους. Ο εγωκεντρισμός, η έλλειψη προβλεπτικότητας, η επιθετικότητα και η συναισθηματική αδιαφορία αποτελούν κάποιες από τις ιδιότητες των εγκληματιών χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ξεχωριστές περιπτώσεις ή άλλα χαρακτηριστικά. Οι τύποι των ανθρωποκτόνων διαχωρίζονται σε: πατροκτόνους, μητροκτόνους, γονεοκτόνους, οικογενειοκτόνους, (την) παιδοκτόνο, μισθοφόρους ανθρωποκτόνους, ζηλόφθονες ή εκ πάθους, mass murderers (σκοτώνει στην ίδια γεωγραφική περιοχή αριθμό ατόμων και συνήθως μετά αυτοκτονεί- τα κίνητρα ποικίλουν)  και τους serial killers (φονεύει κατ’επανάληψη σε διαφορετικό χρόνο, σε περιπτώσεις αλλάζει και περιοχή δράσης) .

Οι serial killers διακρίνονται σε αυτούς με κίνητρο  στρεβλωμένα αντιληπτικά βιώματα , σε εκείνους που θεωρούν ότι έχουν μια αποστολή, σε όσους παίρνουν ευχαρίστηση από την πράξη (ηδονιστικούς) και σε αυτούς που κακοποιούν πριν σεξουαλικά το θύμα τους.

Η Α. Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου (« Les mobiles du délit») αναλύοντας τα ψυχολογικά πλαίσια της εγκληματικής πράξης, αναφέρει ότι το έγκλημα είναι για τον εγκληματία μια προσπάθεια «προσαρμογής, διόρθωσης και καλυτέρευσης της ψυχικής του κατάστασης». Από την άλλη μεριά ο E. De Greeff σημείωνε ότι η εγκληματική πράξη αποτελεί την παραδοχή από την μεριά του δράστη, της αδυναμίας του ένταξής στην κοινωνία.  

Το έγκλημα όπως και τα φυσικά φαινόμενα δεν μπορούν να προβλεφθούν ούτε να εξαλειφθούν. Αποτελούν κομμάτι της κοινωνίας και ο στόχος των αντεγκληματικών πολιτικών θα πρέπει να είναι καταρχήν η πρόληψη αλλά και η σωστή διαχείριση των εγκληματικών φαινομένων. Μέτρα όπως η τοποθέτηση περισσότερων καμερών σε δημόσιους χώρους, η εμφανής παρουσία της αστυνομίας (κυρίως πεζής) στις γειτονιές (ο θεσμός του αστυνομικού της γειτονιάς θα πρέπει να ενισχυθεί), η συνεχής εκπαίδευση των αστυνομικών καθώς και η αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα σε πολίτες και αστυνομία, αποτελούν βασικά στοιχεία μιας αντεγκληματικής πολιτικής με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Στόχος σε κάθε περίπτωση είναι η διασφάλιση της ειρηνικής ανθρώπινης συμβίωσης και η προστασία του κοινωνικού συνόλου. Οι ομάδες δε, οι οποίες διατρέχουν μεγαλύτερους κινδύνους να θυματοποιηθούν, είναι απαραίτητο να έχουν αρραγή συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές  προκειμένου να είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν εγκληματικές ενέργειες. 

Facebook Comments