Επί ξηρού ακμής βρίσκεται και πάλι η β΄ αξιολόγηση και η ολοκλήρωση της. Το “ορόσημο” της 7ης Απριλίου χάθηκε και τώρα πάμε μετά το Πάσχα, με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να προαναγγέλλει σύγκληση της Συνόδου Κορυφής, από την οποίαν θα ζητήσει να βγάλει τα “κάστανα απ τη φωτιά”. Προφανώς, ο κ. Τσίπρας δεν έχει διδαχτεί το παραμικρό την τελευταία διετία, καθώς ποτέ μέχρι τώρα οι πολιτικοί ηγέτες των χωρών- μελών της ευρωζώνης δεν έχουν παρακάμψει τα τεχνικά κλιμάκια των Θεσμών για να λάβουν πολιτικές αποφάσεις, που δεν θα στηρίζονται στις εισηγήσεις των εμπειρογνωμόνων και των τεχνοκρατών.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προέκυψε μετά και την συνάντηση του με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, είναι ότι ο πρωθυπουργός προσπαθεί να κερδίσει κρίσιμο χρόνο σε μια περίοδο, που η πραγματική οικονομία βυθίζεται κι οι αγωνιώδεις προειδοποιήσεις όλων των ημεδαπών και διεθνών αναλυτών ότι έρχεται θύελλα, αγνοούνται από την κυβέρνηση του.

Αυτό όμως που είναι πράγματι εξοργιστικό είναι ότι η εμπλοκή στην διαπραγμάτευση, που αποκάλυψε την Τρίτη η εφημερίδα Financial Times (και δεν διέψευσε η κυβέρνηση) δεν οφείλεται στην ουσία και το περιεχόμενο των οδυνηρών μέτρων περιστολής, δηλαδή στην επιβολή μέτρων κατά 1% του ΑΕΠ από τη δραστική μείωση του αφορολογήτου στις 5600 ευρώ και επιπλέον 1% από την μείωση των συντάξεων μέσω της κατάργησης της “προσωπικής διαφοράς”, αλλά στο χρόνο επιβολής των μέτρων αυτών. Ο κ. Τσίπρας συμφωνεί με τα μέτρα αλλά θέλει να εφαρμοσθούν μετά το 2020 ούτως ώστε να έχουν προηγηθεί οι εκλογές και να μην έχουν υποστεί πολιτική ζημία η κυβέρνηση κι ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά. Μιλάμε δηλαδή για τεράστια ανευθυνότητα. Ο πρωθυπουργός προτιμά να συντηρεί την αβεβαιότητα και να προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημία στην οικονομία, μόνο και μόνο για να αποφύγει, κατά το δυνατόν, το προσωπικό και το κομματικό πολιτικό κόστος.

Εκτιμώ όμως ότι τον σύντροφο Αλέξη τον βολεύει η αέναη διαπραγμάτευση. Όπως και τον βολεύουν τα μνημόνια. Ο πρωθυπουργός έχει κάθε λόγο να επιδιώκει τις αντιρρήσεις του Τόμσεν και την σκληρή στάση του Σόϊμπλε. Κι αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τους εφεύρει. Κι οι λόγοι, κατά τη γνώμη μου είναι δύο:

Ο πρώτος είναι αν δεν υπήρχε η διαρκής διαπραγμάτευση κι αν οι αξιολογήσεις έκλειναν γρήγορα κι ομαλά, η κυβέρνηση θα έπρεπε να κυβερνά. Να έχει σχέδιο, να προτείνει πολιτικές ρεαλιστικές και βιώσιμες, να τις νομοθετεί και να αναλαμβάνει την ευθύνη για την εφαρμογή τους. Κάτι που ούτε θέλει αλλά ούτε μπορεί. Γι αυτό προτιμά να δημιουργεί την εντύπωση ότι…”διαπραγματεύεται σκληρά” με αποτέλεσμα να μην ασκεί ρεαλιστική και αποτελεσματική διακυβέρνηση στο εσωτερικό, αφού υποτίθεται ότι όλη η ενέργεια της εξαντλείται στην αέναη διαπραγμάτευση. Γι αυτό ο Αλέξης χαίρεται που υπάρχουν ο Σόϊμπλε κι ο Τόμσεν.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αν δεν υπήρχαν αυτοί με την σθεναρή στάση τους υπέρ σκληρών και περιοριστικών μέτρων λιτότητας, θα έπρεπε τα ίδια μέτρα να τα αναλάμβανε η ίδια η κυβέρνηση από μόνη της. Δεδομένου ότι έσοδα δεν επαρκούν και τα έξοδα είναι μεγαλύτερα, κι η υποχρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού είναι τέτοια που μοιραία οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση των συντάξεων, ο κ. Τσίπρας προτιμά να επιρρίψει την ευθύνη των μέτρων αυτών στο ΔΝΤ και στη Γερμανία, παρά να την αναλάβουν ο ίδιος κι οι σύντροφοι του.

Γι αυτό ο Αλέξης αγάπησε τον Τόμσεν και τον Σόϊμπλε. Γιατί τους έχει ανάγκη για να δικαιολογεί την παραμονή του στην (σαθρή) εξουσία του!

Facebook Comments