Πρωτογενές πλεόνασμα 3,3% παραδέχεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το 2016, αναθεωρώντας προς τα πάνω κατά τουλάχιστον τρεις ποσοστιαίες μονάδες το πλεόνασμα της περυσινής χρονιάς.

Όλες οι εκτιμήσεις του πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο 2017-2019 είναι βελτιωμένες συγκριτικά με τις προβλέψεις που είχαν γίνει τον περασμένο Οκτώβριο.

Ωστόσο, το ΔΝΤ επιμένει ότι ο δημοσιονομικός στόχος του 2018 για πλεόνασμα 3,5% δεν θα επιτευχθεί ενώ για την κρίσιμη περίοδο 2019-2021 το Ταμείο εξακολουθεί να πιστεύει ότι το πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 1,5%.

Το ΔΝΤ προβλέπει αργή αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ –θα κορυφωθεί το 2018- αλλά και υποχώρηση των εσόδων των φορέων της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ για όλη την περίοδο μέχρι και μετά το 2020.

Αναλυτικά:

  • Το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο 3,3% (από 0,1% που ήταν η εκτίμηση τον περασμένο Οκτώβριο).  Για το 2017, προβλέπεται μείωση του πλεονάσματος. Το ΔΝΤ προβλέπει οριακή επίτευξη του μνημονιακού στόχου που ορίζει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,75% καθώς κάνει λόγο για αποτέλεσμα της τάξεως του 1,8%. Για το 2018 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 2% χαμηλότερο κατά 1,5% του μνημονιακού στόχου του 3,5%. Από το 2019, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 1,5%
  • Το ισοζύγιο των φορέων της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα είναι μηδενικό για το 2016. Για το 2017, το ΔΝΤ βλέπει έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ, για το 2018 μικρή πτώση στο 1% ενώ από το 2019 και μετά προβλέπεται επιδείνωση: το 2019 η πρόβλεψη κάνει λόγο για έλλειμμα γενικής κυβέρνησης στο 1,5%, το 2020 στο 1,7%, το 2021 στο 2% και το 2022 στο 2,5%
  • Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται να υποχωρήσουν από το 2017 και μετά. Το ΔΝΤ βλέπει κορύφωση στο 50,3% του ΑΕΠ για το 2016 και στη συνέχεια συνεχή πτώση: 48,9% το 2017, 47,3% το 2018, 46,4% το 2019, 45,7% το 2020, 45% το 2021 και 44,7% το 2022.
  • Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης θα ανέλθουν στο 50,3% το 2016 και θα αυξηθούν στο 50,5% το 2017 ενώ θα υποχωρήσουν στο 48,3% του ΑΕΠ το 201, στο 47,8% το 2019, στο 47,4% το 2020, στο 47% το 2021 ενώ θα αυξηθούν στο 47,2% το 2022.
  • Το χρέος της γενικής κυβέρνησης δεν αναμένεται να κορυφωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016 αλλά το 2018. Έτσι, προβλέπεται ποσοστό 181,3% για το 2016, 180,7% για το 2017, 181,5% για το 2018,174,3% για το 2019, 169,2% για το 2020, 165% για το 2021 και 162,8% για το 2022. 

Πολιτική αβεβαιότητα και καθοδικοί κίνδυνοι

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, βλέπει παράλληλα, νέες απειλές να αναδύονται από την αυξημένη αβεβαιότητά που περιβάλει την πολιτική σκηνή αλλά και τις πολιτικές, σε όλον τον κόσμο. 

Στις ΗΠΑ σε περίπτωση που η αναμενόμενη φορολογική μεταρρύθμιση και η απορρύθμιση ανοίξουν λιγότερο ευνοϊκά μονοπάτια από τα προσδοκώμενα, στο μέτωπο της ανάπτυξης και του χρέους, τότε τα ασφάλιστρα κινδύνου και η αστάθεια θα μπορούσαν να αυξηθούν απότομα, υπονομεύοντας την οικονομική σταθερότητα. 

Η στροφή προς τον προστατευτισμό στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα μπορούσε να μειώσει την παγκόσμια ανάπτυξη και το εμπόριο, εμποδίζοντας τις ροές κεφαλαίων και επιβαρύνοντας το κλίμα στην αγορά. 

Στην Ευρώπη, η πολιτική ένταση σε συνδυασμό με την έλλειψη προόδου στις διαρθρωτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα και τα υψηλά επίπεδα χρέους θα μπορούσαν να αναζωπυρώσει τις ανησυχίες αναφορικά με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. 

Όπως σημειώνει το ΔΝΤ, μέχρι στιγμής οι αγορές αντιμετωπίζουν συγκριτικά ήπια αυτούς τους καθοδικούς κινδύνους, γεγονός που αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για μία ταχεία ανατίμηση των κινδύνων, σε περίπτωση που υπάρξει απογοήτευση από τις πολιτικές. 

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις

Εστιάζοντας στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, ο Ταμείο αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος και η αισιοδοξία για μία κυκλική ανάκαμψη στις ανεπτυγμένες οικονομίες, έχει τονώσει τις ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές. Ωστόσο όπως ανέφερε το ΔΝΤ και στην αντίστοιχη έκθεση του Οκτωβρίου, η κυκλικά ανάκαμψη κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ανεπαρκής από μόνη της για την αποκατάσταση της κερδοφορίας των αδύναμων τραπεζών. 

Παρότι πολλές τράπεζες αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην κερδοφορία τους, το παραπάνω ισχύει ιδιαίτερα για τις τοπικές τράπεζες που είναι πιο εκτεθειμένες στις εγχώριες οικονομίες τους.

Ωστόσο, σημειώνει το ΔΝΤ, οι συστημικές αντιξοότητες αποτελούν πρόβλημα όχι μόνο εντός των ορίων μίας χώρας αλλά μπορούν επίσης να επηρεάσουν την κερδοφορία μεγάλων, συστημικά σημαντικών τραπεζών στην Ευρώπη. Αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δυσκολεύονται να συμβαδίσουν με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές τους και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε προβλήματα κερδοφορίας στην χώρα από την οποία προέρχονται.

Μέχρι να αντιμετωπιστούν αυτά τα διαρθρωτικά εμπόδια, μία απλή αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τους μοντέλων είναι απίθανο να φέρει επαρκή κερδοφορία. Όπως προειδοποιεί το ΔΝΤ, αν το ζήτημα μείνει άλυτο, τότε ο συνδυασμός των αδύναμων κερδών, η έλλειψη πρόσβασης σε ιδιωτικά κεφάλαια και τα υψηλά επίπεδα κόκκινων δανείων, παρεμποδίζει την ανάκαμψη και θα μπορούσε να αναζωπυρώσει συστημικούς κινδύνους. 

Facebook Comments