Τα νεαρά ζευγάρια, λόγω της έντονης και παρατεταμένης οικονομικής τους ανασφάλειας, διστάζουν πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν να κάνουν παιδιά. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη μαζική ανεργία και την αδήλωτη εργασία, αποσαθρώνει αναμφίβολα τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους κατά τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με μία έκθεση της Ε.Ε. για τη γήρανση, κατά μέσο όρο, δύο εργαζόμενοι θα συντηρούν ένα συνταξιούχο το 2060.

Όμως, δεν φθίνουν δημογραφικά μόνο οι χώρες που πλήττονται άμεσα από την κρίση. Το ίδιο πρόβλημα, και μάλιστα ιδιαίτερα έντονο, αντιμετωπίζει η «οικονομική πρωταθλήτρια» Γερμανία.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, η χώρα θα χάσει το 19% του πληθυσμού της έως το 2060 αν δεν αυξηθεί το πολύ χαμηλό ποσοστό γονιμότητας, που σήμερα δεν υπερβαίνει το 1,4 παιδί ανά γυναίκα, τη στιγμή που απαιτείται ένα ποσοστό 2,1 προκειμένου να ανανεώνεται απλώς ο πληθυσμός. Το πληθυσμιακό πρόβλημα της Γερμανίας δεν είναι συγκυριακό.

Είναι δομικό και οφείλεται σε μιαν εδραιωμένη συντηρητική αντίληψη που απαξιώνει κοινωνικά τις εργαζόμενες μητέρες, καθώς και στην αποτυχία ενσωμάτωσης των οικονομικών μεταναστών. Σε πλήρη αντίθεση με το κοινωνικό μοντέλο της Γαλλίας ή των Σκανδιναβικών χωρών, που έχουν κάνει μεγάλες επενδύσεις σε παιδικούς σταθμούς και ολοήμερα σχολεία για τη διευκόλυνση των γυναικών που θέλουν να συμφιλιώσουν την καριέρα τους με την οικογενειακή τους ζωή, η Γερμανία -ιδιαίτερα η σημερινή συντηρητική της κυβέρνηση- επιδοτεί συστηματικά τις γυναίκες που επιλέγουν να παραμείνουν στο σπίτι για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

Ταυτόχρονα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας στην αγορά εργασίας έχουν διευρύνει τρομερά το ποσοστό του υποαμειβόμενου γυναικείου εργατικού δυναμικού: σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το ένα τέταρτο των εργαζομένων γυναικών (περίπου 4 εκατομμύρια άτομα) απασχολούνται στα λεγόμενα «mini jobs», με λίγες ώρες εργασίας εβδομαδιαίως και αμοιβές που δεν υπερβαίνουν τα 700€ μηνιαίως.

Όσο πιο κατοχυρωμένη είναι η ισότητα των φύλων και, συνεπακόλουθα, όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών σε μια κοινωνία, τόσο αυξάνεται το ποσοστό γονιμότητας. Η ενδυνάμωση των θεσμών του κοινωνικού κράτους για τη φύλαξη και εκπαίδευση ανηλίκων αποτελούν μια από τις καλύτερες επενδύσεις για το μέλλον μιας χώρας και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξής της.

Επειδή η σημερινή γερμανική κυβέρνηση δεν φαίνεται πρόθυμη να σπάσει τις διαδεδομένες συντηρητικές αντιλήψεις γύρω από τη μητρότητα και τη γυναικεία εργασία, αλλά ούτε και να ανοίξει περισσότερο τη χώρα στη μετανάστευση, έχει βρει ως υποκατάστατο τη διαρροή εγκεφάλων, δηλαδή τη συστηματική άντληση μορφωμένων νέων από εκείνες τις χώρες της Ε.Ε. που υποφέρουν από ένα αβίωτα υψηλό ποσοστό νεανικής ανεργίας.

Έχοντας καταστήσει, με τις ακολουθούμενες πολιτικές λιτότητας, το ποσοστό ανεργίας μια απλή μεταβλητή της δημοσιονομικής προσαρμογής, η Γερμανία εκμεταλλεύεται κυνικά το συσσωρευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο των καλά καταρτισμένων νέων της Νότιας Ευρώπης, για το οποίο μάλιστα δεν έχει πληρώσει η ίδια, με τη μάταιη ελπίδα ότι αυτή η πολιτική θα καλύψει το δημογραφικό της κενό.

Όμως, στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον, η κινητικότητα των νέων είναι πολύ εντονότερη από παλαιότερα, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι να εγκαταλείπουν τη Γερμανία σχετικά σύντομα μετά τη μετανάστευσή τους εκεί.

Η κοντόφθαλμη διαχείριση της λεγόμενης «κρίσης χρέους» της Ευρώπης από την κυβερνώσα γερμανική ελίτ για βραχυπρόθεσμο εθνικό όφελος θα αποδειχθεί, και εδώ, αδιέξοδη.

Facebook Comments