Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, αλλά και πολιτικοί αξιωματούχοι είχαν συζητήσεις για το πως θα επηρεάσουν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ μέσω των συμβούλων του, σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσαν Αμερικανοί πράκτορες και τις οποίες, επικαλέστηκε σε δημοσίευμά της η εφημερίδα The New York Times.

Η εφημερίδα επικαλείται τρεις πρώην αλλά και εν ενεργεία Αμερικανούς αξιωματούχους που έχουν γνώση των πληροφοριών, τονίζοντας ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των συνομιλιών βρέθηκαν ο Πολ Μάναφορτ, που ήταν -κατά την συγκεκριμένη περίοδο- ο πρόεδρος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, αλλά κι ο Μαίκλ Φλιν, απόστρατος στρατηγός, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν σύμβουλος του Τραμπ.

Τόσο επιτροπές του αμερικανικού Κογκρέσου, όσο και ειδικός ανακριτής που διορίστηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, διερευνούν το ενδεχόμενο ρωσικής εμπλοκής στις προεδρικές εκλογές του 2016, αλλά και την υπόθεση να υπήρξε συνωμοσία μεταξύ του Τραμπ και της Μόσχας.

Τα ζητήματα αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο του δικαστικού και πολιτικού ενδιαφέροντος στην Ουάσιγκτον εδώ και δύο εβδομάδες με αφορμή την απόλυση του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ, από τον πρόεδρο Τραμπ κι ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη η έρευνα της αναφερόμενης υπηρεσίας για την Ρωσία.

Από την πλευρά της, η Μόσχα έχει απορρίψει κάθε σχέση με την υπόθεση, ενώ ο πρόεδρος Τραμπ, αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε συνωμοσίας.

Το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας είναι το τελευταίο μιας σειράς δημοσιεύσεων που γνωστοποιούν το επίπεδο ανησυχίας που υπάρχει εντός της κοινότητας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών κι αναφορικά με το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ρωσίας στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ.

Στις 18 Μαΐου, το Reuters δημοσιοποίησε ότι ο Φλιν κι άλλοι σύμβουλοι της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ είχαν επαφές με Ρώσους αξιωματούχους, αλλά κι άλλους στο Κρεμλίνο, μέσω τουλάχιστον 18 τηλεφωνημάτων ή ηλεκτρονικών μηνυμάτων κατά τη διάρκεια του τελευταίου επταμήνου του προεκλογικού αγώνα των προεδρικών εκλογών του 2016. 

Facebook Comments