Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του τελευταίου κορυφαίου πολιτικού της μεταπολιτευτικής περιόδου, εμπεριέχει αναμφίβολα έναν μεγάλο συμβολισμό. Καταδεικνύει ότι έχουμε εισέλθει σε μια άλλη εποχή, που δυστυχώς πρέπει να αντλήσουμε από τα διδάγματα της μεταπολίτευσης για να μπορέσουμε να κάνουμε την εκτίναξη για το μέλλον και την ανόρθωση της πατρίδας μας. Το δυστύχημα είναι ότι στην σημερινή φάση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το πολιτικό μας σύστημα αλλά κι η κοινωνία μας έχουν την ωριμότητα και τη δύναμη να κάνουν αυτή την υπέρβαση  πραγματικότητα. Αντίθετα, η έντονη αντιπαράθεση, συχνά με ακραίο τρόπο, με αφορμή την δολοφονική απόπειρα εναντίον ενός άλλου πρώην πρωθυπουργού, του Λουκά Παπαδήμου, κατέδειξε ότι η ελληνική κοινωνία διχάζεται από ακρότητες, που προκαλούν ο γενικότερος αποπροσανατολισμός σε συνδυασμό με το τυφλό μίσος, την βία, τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία που εμφιλοχωρούν στο κοινωνικό σύνολο δυστυχώς.

Κι όλα αυτά σε μια εποχή κατά την οποίαν, η διεθνής θέση της χώρας αμφισβητείται έντονα κι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, πολύ κατώτερη των κρίσιμων περιστάσεων, που διέρχεται ο τόπος, αδυνατεί να προσφέρει όραμα και πορεία εξόδου από την δοκιμασία, καθώς παραμένει εγκλωβισμένη στην δική της ανικανότητα κι αποτυχία, που την οδηγούν όχι μόνον στην δική της κατάρρευση αλλά και στον συνεχιζόμενο εγκλωβισμό της πατρίδας μας σε αδιέξοδες καταστάσεις.

Λίγες μέρες μετά την πανωλεθρία του Eurogroup της 22ας Μαϊου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο υπουργός του των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κι οι συνεργάτες τους, ακόμα αναζητούν τρόπους να συνέλθουν από την κατάρρευση των ανεδαφικών προσδοκιών τους ότι δήθεν ερχόταν γενναία ρύθμιση του ελληνικού χρέους κι έξοδος της Ελλάδας στις αγορές. Το αφήγημα του κ. Τσίπρα κατέρρευσε και μαζί του τα όποια απομεινάρια ουσιαστικής αισιοδοξίας για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κι εξόδου από την κρίση που δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας και της οικονομίας από το 2010 και μετά. Αυτό έχει ως συνέπεια οι διεθνείς οίκοι να θεωρούν ότι όχι μόνον ανάπτυξη 2,7% δεν θα έλθει εντός του 2017, όπως αρχικά προέβλεπε η κυβέρνηση, αλλά ενδεχομένως φέτος να καταγράψει και πάλι η Ελλάδα, έστω κι οριακά, ύφεση.

Μολονότι τυπικά η κυβέρνηση μεταθέτει. επισήμως τουλάχιστον.  τις ελπίδες της για μια συνολική λύση στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, στην πραγματικότητα ούτε ο πάντοτε αισιόδοξος, κι ουδέποτε επαληθευθείς, κ. Τσίπρας πιστεύει κάτι τέτοιο. Απόδειξη ότι στην χτεσινή  συνάντηση του με τον ομόλογο του της Εσθονίας, που αναλαμβάνει την προεδρία της Ε.Ε. από 1ης Ιουλίου, αναγκάστηκε να δηλώσει: «Λύση για το χρέος να έλθει, κι όποτε να έρθει»! Δήλωση που ερμηνεύθηκε, και σωστά, ως έμμεση παραδοχή ότι στις 15 Ιουνίου δεν θα υπάρξει απόφαση για το χρέος, καθώς είναι προφανές ότι όσο πλησιάζουμε στις γερμανικές εκλογές, το ενδεχόμενο αυτό απομακρύνεται. Ας μην ξεχνάμε ότι εκ των πραγμάτων πρώτη προτεραιότητα πλέον είναι να ολοκληρωθεί αισίως η β’ αξιολόγηση, προκειμένου να εκταμιευθεί η δόση των 7 δις ευρώ, που είναι απαραίτητα για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων, που υποχρεούται να καταβάλλει η Ελλάδα μέχρι τις 17 Ιουλίου. Αυτό, πέραν τρομακτικού απροόπτου, θεωρείται βέβαιο ότι θα επιτευχθεί. Αλλά αυτό μικρή αξία για την κυβέρνηση και τη χώρα έχει, δεδομένου ότι το βαρύ πακέτο μέτρων λιτότητας, που ψηφίστηκε πριν από 10 μέρες, δεν ψηφίστηκε γι αυτό. Αλλά για την επίτευξη του κυβερνητικού στόχου, που ήταν 1. Μέτρα για το χρέος, που θα το καθιστούσαν βιώσιμο, 2. Ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το περιβόητο QE, και 3. Έξοδος στις αγορές. Αυτό πλέον είναι αδύνατον, όπως τα πράγματα εξελίχτηκαν και μοιραία το κυβερνητικό αφήγημα κατέρρευσε μαζί με τα όσα απομεινάρια κυβερνητικής αξιοπιστίας.

Τώρα μοναδική ελπίδα των κ.κ. Τσίπρα και Τσακαλώτου η ένταξη στο QE. Αλλά κι αυτό είναι πια πολύ δύσκολο. Τελευταία σύνοδος του ΔΣ της ΕΚΤ πριν από τις θερινές διακοπές είναι η 20η Ιουλίου. Αν περάσει κι αυτή η προθεσμία, τότε πάμε για μετά τις γερμανικές εκλογές, τον Οκτώβριο και βλέπουμε. Αλλά κι ο στόχος της 20ης Ιουλίου απομακρύνεται. Διότι όπως δήλωσε ξανά χτες ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, για να εξετάσει το ελληνικό αίτημα πρέπει προηγουμένως να υπάρχει συνολική συμφωνία για την β’ αξιολόγηση κι έκθεση περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, που σήμερα θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη. Με αποτέλεσμα, η αβεβαιότητα να στραγγίξει για μια ακόμα φορά την ελληνική οικονομία.

Facebook Comments