1. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα ο ΕΦΚΑ του 2017 είχε μια εισπραξιμότητα που ανήλθε στο 65%, δηλαδή κατά 10 περίπου μονάδες πιο αυξημένα έσοδα / συμμετοχή από το 55% στο οποίο ανερχόταν η συμμετοχή των αυτοαπασχολούμενων ασφαλισμένων κατά μέσο όρο τα προηγούμενα χρόνια με το παλαιό ασφαλιστικό.

Που πάλι οι εισφορές ήταν συνδεδεμένες με το εισόδημα, αλλά με τεκμαρτό τρόπο (δηλαδή με ασφαλιστικές κατηγορίες), κάτι που πολλοί σκόπιμα αποφεύγουν να διευκρινίσουν.

Ασφαλώς αυτό είναι μια ένδειξη ότι η αλλαγή των εισφορών προς το συσχετισμό με το πραγματικό εισόδημα διεύρυνε κατά κυριολεξία την εισφοροδοτική βάση επί το δικαιότερο επιτρέποντας σε περισσότερους να συμμετέχουν αναλογικά.

Κάποιοι πληρώνοντας περισσότερα, και κάποιοι λιγότερα.

Επί της ουσίας ό,τι συμβαίνει και στους μισθωτούς.

Άλλο ποσό εισφορών αποδίδεται για τον μισθωτό των 2.000 ευρώ /μήνα και άλλο ασφαλώς για τον μισθωτό των 500 ευρώ το μήνα. Εάν εφαρμόζαμε σε αυτούς τους δυο τους ορους του ασφαλιστικού που ίσχυε για τους ελεύθερους επαγγελματίες παλιά, θα έπρεπε ο εργοδότης να αποδίδει  το ίδιο ποσό εισφορών και για τους δυο!

Μόνο που στην περίπτωση αυτή οι εισφορές του εργαζομένου των 500 ευρώ θα ήταν υψηλότερες από τον ίδιο το μισθό του, αρά αν ο χαμηλόμισθος είχε ο ίδιος την υποχρέωση απόδοσης των εισφορών του, θα απέδιδε όλο του το μισθό σε εισφορές και θα όφειλε και κι από πάνω !

Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφύγει της προσοχής ότι ακόμα και σήμερα ένα ποσοστό 35% ελάχιστα μικρότερο απ αυτό που διαχρονικά δεν κατέβαλε εισφορές, φέρεται να αδυνατεί και πάλι να πληρώσει.

Η πρώτη εξήγηση έγκειται στο ότι εξακολουθούμε εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια να είμαστε εγκλωβισμένοι στην καρδιά μιας οικονομικής κρίσης λόγω της οποίας η ρευστότητα του μέσου φορολογουμένου πνέει τα λοίσθια. Αυτό ασφαλώς είναι κάτι που έχει αναγνωριστεί απ όλους.

Αλλά ακόμα και αν δεν είχε αναγνωριστεί τα στοιχεία της φτώχειας της υποαπασχόλησης και της κοινωνικής ανισότητας είναι ξεκάθαρα.

Επομένως πρέπει να αναγνωριστεί ότι τόσο στο παρελθόν όσο και τώρα εντός της κρίσης ένα ποσοστό των πολιτών μόνιμα ή περιστασιακά αδυνατεί να πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές και φόρους.

Το φαινόμενο αυτό έχει αντιμετωπιστεί επιτυχώς στις χώρες του εξωτερικού και της Ευρώπης με την θέσπιση του λεγόμενου ανεισφορολόγητου για τα χαμηλά εισοδήματα.

Ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα δεν έχει ανεισφορολόγητο είναι ασφαλώς ότι α) λόγω της οικονομικής κρίσης υπέρχαρατσώνονται οι πάντες, β) λογω της εύνοιας των ισχυρών ως αναλύεται κατωτερω και

γ) επειδή οι πόροι που θα χρηματοδοτούσαν την ελαχίστη εισφορά των αδυνάτων (όπως γίνεται στις χώρες της Ευρώπης) κατασπαταληθήκαν σε πελατειακές παροχές, πρόωρες συντάξεις και διαφθορά επί 30 χρόνια.

2. Το γεγονός όμως ότι και παλαιότερα δεν είχε άλλες ανεισφορολόγητο είναι εκ του πονηρού. Οι ελληνικές κυβερνήσεις υπερχρέωναν πάντα τα μικρομεσαία εισοδήματα με σκοπό να απαλλάξουν από το βάρος την μειοψηφία των εύρωστων .

Αν οι εισφορές  με βάση το εισόδημα είχαν εφαρμοστεί 10 ή 20 χρόνια πριν -όπως και επιβάλλετο – η εισπραξιμότητα θα ήταν μεγαλύτερη τότε, που μπορούσαν ακόμα περισσότεροι να πληρώνουν εισφορές – τόσο τα μεγάλα όσο και τα μικρά εισοδήματα-, με συνέπεια αυτή τη στιγμή να υπήρχε ένα πολύ μεγαλύτερο αποθεματικό στον ΑΚΑΓΕ και τον ΕΦΚΑ που θα επέτρεπε σήμερα να έχουμε πολύ χαμηλότερες εισφορές.

Μας λένε λοιπόν σήμερα ότι τάχα βουλιάζει στα χρέη όχι το ασφαλιστικό αλλά…. ο ΕΦΚΑ με 22 δις χρέη, προσπαθώντας να ενοχοποιήσουν το νέο σύστημα εισφορών με βάση το εισόδημα.

Φυσικά το 95% απ τα  χρέη προέρχονται από τα παλιά ταμεία, προ 2015, όταν οι εισφορές ήταν ενιαίες και υπέρογκες για όλους και ακόμα πιο δυσανάλογες των εισοδημάτων της πλειοψηφίας.

Ο ΕΦΚΑ δεν ήταν μέτρο της παρούσας κυβέρνησης. Ούτε οι αναλογικές εισφορές. Είχε ξεκινήσει  και συζητιόταν από την προηγούμενη και μάλιστα ήταν των δανειστών προαπαιτούμενο.

Ο λόγος όμως που δεν ψηφίστηκε παλαιοτερα είναι επειδή οι συστημικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης είχαν επιλέξει να προστατεύσουν τα υψηλά εισοδήματα της αυτοαπασχόλησης  που ήταν και προνομιακός εκλογικός τους χώρος.

Θυμόμαστε όλοι πολύ καλά τι έχει συμβεί επί της απόπειρας μεταρρυθμίσεως του ασφαλιστικού επί Σπράου που μεταξύ άλλων τότε είχε τολμήσει να διατυπώσει και την πρόταση αναπροσαρμογής των οφειλών των εισφορών με βάση το πραγματικό εισόδημα.

Φυσικά και δεν εφαρμόστηκε ποτέ παρά μόνο αφού η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία είχαν χρεοκοπήσει γι αυτό και το 65% της συμμετοχής δεν έγινε 90 η περισσότερα.

3. Τόσο η φοροδοτική όσο και η εισφοροδοτική ικανότητα  είναι υποχρεώσεις που εκ του Συντάγματος είναι αυστηρά ατομικές, προσαρμοζόμενες πάνω στις πραγματικές δυνατότητες των πολιτών.

Επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιβάλουμε με ακριβοδίκαιο τρόπο το ποσό που αναλογεί σε κάθε ξεχωριστό εισόδημα για αυτό επιβάλλονται εισφορές ανά εισοδηματική κατηγορία.

Αφού γίνει αυτό, ο νομοθέτης υπολογίζει πόσα έσοδα χρειάζεται από το φόρο εισοδήματος η από τις εισφορές κάθε χρόνο.

Αφού υπολογίσει πόσα χρειάζεται, τότε επιμερίζει στους πολίτες μία συνεισφορά για τον καθένα.

Επειδή όπως είπαμε πριν, το παλαιοκομματικό κατεστημένο προστάτευε τους πιο εύπορους δημιούργησε γι αυτό το λόγο μια ευρεία εισφοροδοτική βάση η οποία συμπεριελάμβανε και ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν εισφορές, γι αυτό και δημιούργησαν στρατιές οφειλετών στο δημόσιο τόσο πριν όσο και μετά την κρίση.

Φτάνουμε λοιπόν σήμερα όπου με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και το νόμο Κατσέλη επιχειρείται -μέχρι ενός σημείου επιτυχημένα- να ανασχεθεί αυτή η αδικία και να μπορέσουν οι άνθρωποι που επιβαρύνθηκαν με υπέρμετρους φόρους και εισφορές να απαλλαγούν από αυτές.

Στο πλαίσιο αυτό όμως, στον εξωδικαστικό συμβιβασμό δεν βλέπουμε να έχουν μπει εισοδηματικά κριτήρια ενώ κακώς επιχειρείται να τεθεί κατόπιν εορτής ως προϋπόθεση εισαγωγής στις διαδικασίες ένταξης του εξωδικαστικού η εξόφληση των τρεχουσών εισφορών.

Τέτοιες προϋποθέσεις  δεν υπάρχουν στο νόμο Κατσέλη.

4. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα κατόπιν όλων αυτών.

Εάν κάποιος επιμέρους φόρος η εισφορά καταφέρνει να πιάνει ένα επίπεδο εισπράξεων το οποίο καλύπτει το δημοσιονομικό στόχο της κυβέρνησης για ποιο λόγο οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να αθροίζουν ληξιπρόθεσμα χρέη των πολιτών.

Εφόσον δηλαδή σε κάθε φορολογικό – ασφαλιστικό έτος ο δημοσιονομικός στόχος εκπληρούται, είναι ένα θέμα σκοπιμότητας αλλά και νομιμότητας το κατά πόσον εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον οι οφειλές των πολιτών να παραμένουν η να διαγράφονται.

Εφόσον πριν την κρίση – που εισφορές ήταν άδικες για το εν τρίτο των ασφαλισμένων όσο και μετά την κρίση που παρότι εισφορές εξορθολογιστεί, πάλι  ένα μέρος των ασφαλισμένων δεν έχει επαρκές εισόδημα, τότε διαχρονικές ανάγκες δικαίου επιβάλλουν την υποχρέωση αναδρομικής διαγραφής των αντισυνταγματικά θεσπισθέντων φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών.

Με άλλα λόγια ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο νομοθέτης πρέπει λόγω των ακραίων συνθηκών να χρησιμοποιήσει τεκμήρια και ελάχιστες υποχρεώσεις για όλους τους πολίτες κατά την περίοδο της παλίρροιας -δηλαδή της εξασφάλισης των φορολογικών εσόδων- τότε οφείλει να διαγραφεί τις οφειλές των οικονομικά αδύναμων στην περίοδο της άμπωτης – στην περίπτωση που πιάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι κάθε χρονιάς.

Ακριβώς αυτή την κατηγορία εργαζομένων που είναι και από τις πιο ευάλωτες οι κυβερνήσεις κατηγορούσαν ως μπαταχτσήδες προκειμένου να νομιμοποιήσουν την απαλλαγή από το ασφαλιστικό βάρος που είχαν εξασφαλίσει στους ευπορότερους αυτοαπασχολούμενους.

Κανείς δε λέει ότι το σημερινό ασφαλιστικό είναι βιώσιμο, αυτό είναι ξεκάθαρο.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα ποσοστά των εισφορών δεν είναι εξωφρενικά.

Όλοι όμως έπρεπε να συνεισφέρουν με πνεύμα δικαιοσύνης προκείμενό να μειωθούν τα ποσοστά αυτά σε βιώσιμο βαθμό.

5. Ίδιο το ερώτημα και για τα κόκκινα δάνεια. Υποτίθεται ότι η Ελλάδα αναχρηματοδότησε τις τράπεζες για σημαντικό μέρος των απωλειών από τις επισφάλειες κόκκινων δανείων. Τα λεφτά αυτά προστεθήκαν στο δημόσιο χρέος.

Όμως οι διάγραφες οφειλών (που δεν ονομάζονται διαγραφές πουθενά για κάποιο λόγο, αλλά …ρυθμίσεις) στο νομό Κατσέλη, ήταν σαν σύνολο αρκετά αυστηρές και σε αρκετές περιπτώσεις ανεπαρκείς.

Το χειρότερο όμως ,είναι ότι δεν απαλλάσσουν οριστικά τους οφειλέτες από αυτές, αλλά εξαρτούν την οριστική εξόφληση από την πληρωμή των δόσεων που επιδικάζονται, όπερ ατελέσφορο.

Οι δόσεις δε που επιδικάζονται επίσης είναι συχνά υπερβολικές και ανελαστικές με τον κίνδυνο ο οφειλέτης να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές, και αρά να πάει στράφι όλος ο δικαστικός αγώνας.

Το θέμα είναι όμως ότι  οι όφειλες που διαγράφονται έχουν προϋπολογιστεί και ουδεμία απώλεια υπάρχει για το δημόσιο συμφέρον.

Γιατί κρατάμε λοιπόν όμηρους τους οφειλέτες επί σειρά ετών όταν υποτίθεται ότι σκοπός είναι να τους εντάξουμε ΑΜΕΣΑ ξανά στην οικονομική ζωή;

Οι διαγραφές λοιπόν έπρεπε να είναι ανεξάρτητες όρων η να γίνεται με φειδώ η χρήση της εξάρτησης της διαγραφής από την πληρωμή των δόσεων.

Δυστυχώς οι ισχυροί της χώρας αντί να συνεισφέρουν σε αυτήν με τα εκπατρισθέντα κεφάλαια τους έχουν επιδοθεί σε ένα πολυετές βομβαρδισμό θεωριών και καταλήγουν στο ότι πρέπει να μειώσουμε τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και τους φορολογικούς συντελεστές αλλά το  πρόβλημα είναι ότι εννοούν να μειωθούν μονο οι δικοί τους φόροι και εισφορές. 

Άρα θέλουν να επιβαρύνουν τους υπόλοιπους έλληνες και ως εκ τούτου ουδεμία σοβαρότητα δεν διαθέτουν ούτε και αίσθημα ευθύνης για να βοηθήσουν τη χώρα τους.

Με άλλα λόγια αντί να επενδύσουν στη χωρά τους ως κεφαλαιούχοι δίνουν συμβουλές για επενδύσεις στους νεόπτωχους που απέμειναν εδώ!

6. Η πρόσφατη απόφαση του ΣΤΕ σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της υπέρβασης μέσω παρατάσεων της 5ετους παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου να ελέγξει  και να επιβάλλει πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις, μας δίνει ένα μνημειώδες παράδειγμα πως το δημόσιο έχει 2 μέτρα και 2 σταθμά για το πώς και ποτέ επιτρέπει την διαγράφη δημοσίων βαρών, αν και ο ορος  διαγράφη  επισήμως δεν λέγεται.

Ενώ λοιπόν σε σωρεία αποφάσεων που αφορούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων και συνέτριβαν τους νέους και πιο αδύναμους οικονομικά (ΕΕΤΗΔΕ, τέλος επιτηδεύματος), πήγαν περίπατο η αναλογική συνεισφορά στα δημόσια βάρη, η αρχή της ανθρώπινης αξιοπρεπείας και άλλες συνταγματικές αρχές, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και της κατεπείγουσας δημοσιονομικής ανάγκης, δηλαδή του κινδύνου χρεοκοπίας, με συνέπεια να κληθούν σε αδιανόητες θυσίες οι φτωχές και μεσαίες τάξεις, οι ίδιες αρχές πήγαν περίπατο στην περίπτωση των παραγραφών.

Οι παραγραφές αφορούσαν μια μειοψηφία αρκετά έως πολύ ευπορών συμπολιτών μας  αρκετοί των όποιων  με διαφόρους τρόπους δεν φορολογήθηκαν επί του αληθούς ποσού των εισοδημάτων τους όταν έπρεπε με συνέπεια να χάσει το κράτος πολλά έσοδα.

Η μικρή λεπτομέρεια βέβαια είναι οτι αφορούν το ευπορότερο κομμάτι του πληθυσμού και την αμαρτωλή περίοδο 2000-2010 οπού υπήρχε ο μαγικός συνδυασμός οικονομικής ανάπτυξης και ακραίας φοροδιαφυγής, και αρά ένα πλήθος εσόδων κρίσιμο για την ελληνική οικονομία.

Εδώ το δημόσιο συμφέρον και η έκτακτη δημοσιονομική ανάγκη δεν στάθηκαν αναγκαίοι αρωγοί ώστε να παραμεριστεί το σύνταγμα και ο νόμος, για να εισπράξει το δημόσιο και να πληρώσει τους ξένους πιστωτές του και το εξοδολογιο του, όπως παρακάμφθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις που προστάτευαν τους μικρομεσαίους έλληνες από την πτώση τους κάτω απ το όριο της φτώχειας και την λεηλασία της περιουσίας τους.

7. Η αντισυνταγματικότητα των παρατάσεων παραγραφών για εμβάσματα δεκάδων δις συνεπάγεται την συνταγματικότητα των παρατάσεων του φόρου απ το πρώτο ευρώ, του ΕΝΦΙΑ και του τέλους επιτηδεύματος για πολλά χρονιά ακόμα, για να ξεπληρωθεί το δημόσιο χρέος και το εξοδολογιο του δημοσίου.

Φυσικά μόνιμη επωδός όσων ισχυρών ΔΕΝ θέλουν να πληρώσουν υπέρ δημοσίων βαρών είναι η μαγική φράση :

«Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι με κάποια μαγική Συνταγή η “χώρα ξεχρεώνει” είναι θέμα χρόνου να ξαναχρεωθεί με τα μυαλά που κουβαλάμε».

H απάντηση σε αυτό φυσικά είναι ότι αφού έτσι κι αλλιώς η χώρα δεν ξεχρεώνει η θα ξαναχρεωθεί ας υποχρεωθεί στην πληρωμή των δημοσίων βαρών η άρχουσα τάξη της χώρας με τα εμβάσματα, τις λίστες και συναφή αγαθά, γιατί καμία όρεξη δεν έχουν οι υπόλοιποι να αντικαθιστούν τη δική τους απουσία  επί 8 χρόνια.

Το θέμα είναι ποιος θα τους αναγκάσει να πληρώσουν, όσο θα περιμένουμε τον Σόιμπλε να πληρώσει το δικό του μερτικό επίσης.

Και είναι κρίσιμο να πληρώσουν το μερτικό τους οι τελευταίοι δυο αλληλεγγύως και εις ολόκληρων, γιατί δεν θα δούμε χαμηλή φορολογία, ανάπτυξη κι όλα τα ωραία που διαφημίζουν χωρίς οι ίδιοι να θυσιάσουν κάτι.

Facebook Comments