Τα τελευταία χρόνια από παντού ακούγονται φωνές που απαιτούν αλλαγές στις δομές με τις οποίες λειτουργούμε στην Ελλάδα. Ωστόσο κανείς δεν φαίνεται να αποδέχεται οποιαδήποτε αλλαγή που να αφορά το δικό του πλαίσιο συμφερόντων.

Αντίθετα όποιος τονίζει την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και θέτει ζητήματα ξεκάθαρα σε σχέση με τα προβλήματα και τις κρατικές δομές χαρακτηρίζεται από φασίστας έως ανάλγητος νεοφιλελεύθερος.

Βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού είναι και το συγκινησιακό, το συναισθηματικό στοιχείο, η επίκληση του συναισθήματος και η ισοπέδωση προσώπων και πολιτικών. Η λογική του όλοι είναι ψεύτες, κλέφτες και ανίκανοι να δώσουν λύσεις, είναι εύπεπτη. Δεν αποτελεί αναγκαιότητα η οποιαδήποτε ανάλυση για τις αιτίες από την στιγμή που θα βρεθούν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι.

Όταν πειστούν οι πολίτες ότι οι θεσμοί είναι αδύναμοι, διεφθαρμένοι και αποτελούν «εμπόδια», η ανάδειξη ακραίων (πολλές φορές γελοιωδέστατων) πολιτικών σχημάτων και ατόμων έρχεται ως λογικό αποτέλεσμα. Δημιουργείται μια τοξική πολιτική πραγματικότητα.

Όταν η εξουσία είναι αυτοσκοπός, τα μέσα που χρησιμοποιείς και οι συνεργασίες με γραφικές προσωπικότητες, αποτελούν όχημα επίτευξης αυτού του στόχου.

Παράλληλα δίνεις προεκλογικά υποσχέσεις τις οποίες δεν μπορείς να κάνεις πράξη. Η μη τήρηση των υποσχέσεων αυτών οδηγεί σε απογοήτευση και ματαίωση ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος το οποίο εμφανίζεται αποκαρδιωμένο χωρίς να έχει ακόμη αντιληφθεί τις αιτίες της κρίσης και να συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Ζητούμενο λοιπόν είναι η αντίληψη της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε από τον ίδιο τον πολίτη. Ειδάλλως η όποια αλλαγή του πολιτικού σκηνικού δεν θα κατορθώσει να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες ώστε η χώρα να προχωρήσει μπροστά.

Η αμηχανία που βιώνουμε κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με εθνικολαϊκιστικές συμπεριφορές πολιτικών προσώπων, στημένα σόου, προσβλητικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και Μ.Μ.Ε. είναι πια ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Σε κάθε τέτοια συμπεριφορά προτάσσεται το «λαϊκό συμφέρον» ή «τα συμφέροντα του λαού». Αυτό βέβαια δεν ξεκίνησε χθες. Ήδη από την δεκαετία του ’80 πολλοί συνδικαλιστές χρησιμοποίησαν ως όχημα τον λαϊκισμό για να πετύχουν δίκαια ή άδικα αιτήματα. Εκπροσωπώντας χιλιάδες ανθρώπους και κάνοντας παντιέρα «τα συμφέροντα του λαού», δημιούργησαν μύθους. Κατασκεύασαν «ήρωες», οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν τροχοπέδη οποιασδήποτε προσπάθειας αλλαγής και εκσυγχρονισμού, υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών.

Βιώσαμε ηρωοποιήσεις ατόμων και καταστάσεων στα όρια του γελοίου που μειώνουν και ισοπεδώνουν αξίες και πορείες ανθρώπων που αγωνίστηκαν πραγματικά και δεν υπήρξαν επικοινωνιακά είδωλα για να ικανοποιηθούν αυταπάτες.

Η έννοια του Δημοσίου Συμφέροντος έπαψε να υφίσταται στις πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Η Κυβέρνηση εδώ και πολλά χρόνια (και όταν ήταν αντιπολίτευση) αναφέρεται στο «Λαϊκό Συμφέρον» που επιθυμεί η ίδια να υπηρετεί, προτάσσοντας και τον  ταξικό διαχωρισμό, προκειμένου να ικανοποιήσει το συνειδησιακό κομμάτι της συμπεριφοράς του κόσμου.

Μέσω της επίκλησης του λαϊκού συμφέροντος προσπαθεί να πετύχει (και κατά καιρούς το έχει καταφέρει), την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση της. Έτσι σε αρκετές περιπτώσεις αφήνονται οι καταστάσεις στην τύχη τους και ο κοινωνικός αυτοματισμός «δίνει τις λύσεις». Συμπεριφορές ομάδων πλήττουν κατάφορα το δημόσιο συμφέρον και οι αρμόδιοι σφυρίζουν αδιάφορα. Από την άλλη μεριά όταν η δικαιοσύνη μέσω των δικαστικών αποφάσεων αποφαίνεται, κυβερνητικοί παράγοντες ξεχνώντας τον θεσμικό τους ρόλο, καταφέρονται εναντίον της θέλοντας να χαϊδέψουν τα αυτιά συντεχνιών. Έτσι πλήττεται καθημερινά το κύρος της δικαστικής λειτουργίας ενώ οι κοινωνικές ομάδες βρίσκονται σε μόνιμη κοινωνική αντιπαράθεση. Μοιάζει σαν το Κράτος να αφήνεται στην τύχη του.

Μπορεί όμως η τύχη ενός Κράτους να εγκαταλείπεται στα χέρια μελών της κοινωνίας ενώ ανήκουν σε πεδία ανταγωνιστικά μεταξύ τους;

Η εκτελεστική λειτουργία οφείλει να έχει ως πρωταρχικές αρχές της την ελευθερία και την ισονομία.  Στόχος θα πρέπει να είναι η κοινωνική ειρήνη. Η τάση για κυριαρχία, η ιδιοτέλεια, είναι από τα χαρακτηριστικά του ατόμου που οδηγούν στον ανταγωνισμό και στην εξέλιξη. Το Κράτος δεν μπορεί να επιδιώκει την επιβολή ηθικών κανόνων. Το άτομο μέσα από την κοινωνικοποίησή του, την επαφή του με άτυπους φορείς κοινωνικού ελέγχου θα διαμορφώσει το αξιακό του σύστημα. Ευθύνη της Πολιτείας είναι ο καθορισμός ορίων και πλαισίου ώστε το άτομο να ευδοκιμήσει και να είναι ελεύθερο χωρίς να παραβιάζει την ελευθερία των συμπολιτών του.

Η εργαλειοποίηση του συναισθήματος και το μονοπώλιο στην ευαισθησία που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια, με την μορφή της αλληλεγγύης χωρίς ξεκάθαρο λειτουργικό σχέδιο που θα ωφελεί το σύνολο της Κοινωνίας, δεν αποτελεί συμπόνια ή ευαισθησία για τον πάσχοντα, αλλά εκμετάλλευση της ανθρώπινης δυστυχίας.

Αν το Δημόσιο Συμφέρον έχει άμεση σχέση με την πρόοδο του ελληνικού λαού στο σύνολό του, πώς τόσα χρόνια συγκεκριμένες συντεχνίες διαμορφώνουν ουσιαστικά τους κανόνες σε τόσους τομείς της δημόσιας ζωής; Καταστρέφοντας μάλιστα τις οικονομικές και κοινωνικές δομές.

Χαρακτηριστικό του δημοσίου συμφέροντος είναι καταρχήν η Ιδεολογική Ουδετερότητα. Ένα δημοκρατικό Κράτος οφείλει να φροντίζει ώστε οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν να είναι ομαλές. Έτσι και ο πολίτης θα είναι σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματά του και να επιδιώξει την ευημερία του. Τα δικαιώματα τα οποία έχουν οριοθετηθεί, περιορίζονται από το Σύνταγμα, προκειμένου οι πράξεις του ενός να μην πλήττουν την ελευθερία του άλλου. Σε αρκετές περιπτώσεις τα άτομα ανήκουν σε κοινωνικά πεδία που είτε συγκρούονται γιατί διεκδικούν τις ίδιες πηγές πλούτου, είτε συνεργάζονται για υπερκείμενους στόχους.

Η διάκριση των λειτουργιών και  ο σεβασμός στους Θεσμούς αποτελούν συστατικά στοιχεία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Τα ιδιωτικά συμφέροντα ή αυτά μικρών ή μεγαλύτερων κοινωνικών ομάδων σε πολλές περιπτώσεις δεν ταυτίζονται με το Δημόσιο. Το τελευταίο σχετίζεται με την εξομάλυνση των διαφορών μεταξύ των πολιτών και των ομάδων και με την αποφυγή του κοινωνικού παρασιτισμού.

Το φαινόμενο του κοινωνικού παρασιτισμού είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο μια θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά σε κοινωνική ολιγωρία και αδιαφορία από την πλευρά των ατόμων. Οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις των εργαζομένων είναι θεμιτό να υπάρχουν. Η επίτευξή τους όμως ή όχι, δεν είναι δυνατόν να είναι ανεξάρτητη από τις διεκδικήσεις και τα δικαιώματα των υπολοίπων μελών της κοινωνίας. Ειδικά μιας κοινωνίας που τα ποσοστά της ανεργίας αυξάνονται και η οικονομία ασφυκτιά.

Ελευθερία και αναγνώριση δικαιωμάτων συνεπάγεται ευθύνη. Ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στον συμπολίτη μας. Έχουμε το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, της ελεύθερης έκφρασης, των αγώνων για διεκδικήσεις. Το Σύνταγμα όμως κατοχυρώνει τις ελευθερίες του ατόμου αντιμετωπίζοντας το ως μέρος ενός συνόλου. Άλλωστε όπως σημειώνει ο Καντ, το Κράτος αποτελεί ένα οργανωμένο σύνολο λογικών όντων που για την επιβίωση και διατήρησή τους, είναι απαραίτητοι οι νόμοι και ένα Σύνταγμα που θα ορίζει τα όρια. Στόχος είναι  η δημόσια συμπεριφορά των ατόμων να μη διαφέρει με αυτήν που θα παρουσίαζαν αν δεν είχαν κακή προαίρεση. 

Facebook Comments