Η ελληνική κυβέρνηση πανηγύρισε τον «θρίαμβο» της εξόδου στις αγορές υπογραμμίζοντας πως η εμπιστοσύνη στην Ελλάδα επιστρέφει και πως οι επενδυτές έχουν αυξημένο ενδιαφέρον για τα ελληνικά assets και άρχισε να οραματίζεται την καθαρή έξοδο από τα μνημόνια και την πλήρη χρηματοδότηση από τις αγορές. Αν όλα αυτά ισχύουν, γιατί τότε τα ελληνικά ομόλογα και το ελληνικό χρηματιστήριο δεν έχουν σημειώσει ράλι ;

Όχι απλά δεν έχουν σημειώσει ράλι, αλλά το κόστος δανεισμού της ελληνική κυβέρνησης από την ημέρα της εξόδου στις αγορές, όπως αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων, έχει αυξηθεί.

Η απόδοση στο 10ετές διαμορφώνεται στο 5,517% με άνοδο σχεδόν 5% από την ημέρα που ανακοινώθηκε η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές (5,274%), μόλις πριν δύο περίπου εβδομάδες, ενώ ανοδικά έχει κινηθεί και η απόδοση του 2ετούς τίτλου από την ημέρα της έκδοσης του 5ετούς.

Σε ότι αφορά το ελληνικό χρηματιστήριο, αυτό κινείται σαν να μην βγήκαμε ποτέ στις αγορές, χάνοντας τις 850 μονάδες από την ημέρα που ανακοινώθηκε η «μεγάλη έξοδος» και μην έχοντας καταφέρει να τις ξανά-κατακτήσει ούτε για ένα δεύτερο, κινούμενο μίζερα γύρω από τις 830 μονάδες και με πτώση που ξεπερνά το 3% από τις 24 Ιουλίου (την παραμονή της εξόδου), ενώ το ίδιο διάστημα ο τραπεζικός δείκτης έχει υποχωρήσει 4,5%.

Αυτό δείχνει ξεκάθαρα πως οι επενδυτές δεν έχουν πειστεί για τις προοπτικές της Ελλάδας. Αυτό επίσης δείχνει ξεκάθαρα πως η δεύτερη έξοδος που προγραμματίζεται ήδη με την ελπίδα να γίνει δυνατή έως το τέλος του έτους, κάθε άλλο παρά εύκολη και επιτυχής θα είναι.

Τον Ιούνιο, αξιωματούχος της κυβέρνησης είχε δηλώσει πως η πρώτη έξοδος στις αγορές θα γίνει όταν η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα πέσει κάτω από το 5%, κάτι που όπως είδαμε δεν κατέστη δυνατό κι έτσι οδήγησε σε μία έξοδο η οποία έγινε σε χειρότερους όρους από ότι η αντίστοιχη του 2014. Αυτό δεν θα καταστεί δυνατό ούτε και στην δεύτερη έξοδο.

Ας μην ξεχνάμε, όπως επισημαίνουν και οι αναλυτές, ότι για να μπορέσει το κόστος δανεισμού της ελληνική κυβέρνησης να επιστρέψει σε βιώσιμο επίπεδο, και για να υπάρξει νέα σημαντική ζήτηση για οποιαδήποτε επόμενη δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους θα πρέπει να τεθεί στο τραπέζι των δανειστών, ενώ από την πλευρά της η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει πιστή στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Για το θέμα του χρέους τα πράγματα φαίνονται… χλωμά. Το ΔΝΤ θα θέσει ξανά το ζήτημα της ελάφρυνσης αλλά οι Ευρωπαίοι αναμένεται να του δώσουν και άλλη παράταση για την άνοιξη και ίσως και προς το τέλος του προγράμματος, από το οποίο άλλωστε το ΔΝΤ θέλει ουσιαστικά να φύγει.

Για το θέμα των μεταρρυθμίσεων, τα πράγματα δεν είναι καθόλου θετικά επίσης. Η γ’ αξιολόγηση που η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να παρουσιάσει ως εύκολη και ως διεκπεραιωτικό ζήτημα, σιγά-σιγά αρχίζει και αποδεικνύεται πως θα είναι μία αρκετά δύσκολη υπόθεση, κάτι για το οποίο μας προετοίμασε ήδη ο πρόεδρος της Βουλής πριν μερικές ημέρες, με την κυβέρνηση να αναγκάζεται και πάλι σε υποχωρήσεις μετά από –φυσικά- νέες καθυστερήσεις.

Και η τρίτη αξιολόγηση ίσως και να είναι πιο σημαντική από όλες, σε ότι αφορά τον χρόνο της ολοκλήρωσής της, αφού πιθανές καθυστερήσεις θα επηρεάσουν τους σχεδιασμούς για την πλήρη έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018, το νέο δηλαδή αφήγημα της κυβέρνησης.

Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση θα αναγκαστεί όμως να πατήσει τις κόκκινες γραμμές της και να διαπραγματευτεί τα… (άλλοτε) αδιαπραγμάτευτα όπως οι ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της ενέργειας (ΔΕΗ – ΔΕΣΦΑ κλπ). Στο πακέτο της γ’ αξιολόγησης είναι και η ολοκλήρωση των διαδικασιών για την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο αλλά και η προς το παρόν άγνωστη ατζέντα του ΔΝΤ με την οποία θα προσέλθει στις διαπραγματεύσεις, η οποία και αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο. Μας προϊδέασε και για αυτό ο κ. Βούτσης.

Εάν το Ταμείο επιμείνει στις προειδοποιήσεις και τις απαιτήσεις του για τις ελληνικές τράπεζες (NPLs, ΑQR, νέα ανακεφαλαιοποίηση), αυτό όχι μόνο θα δυσκολέψει τη διαπραγμάτευση αλλά θα κάνει απαγορευτική και την ομαλή διαδικασία εξόδου στις αγορές.

Με όλα αυτά τα θέματα ορθάνοικτα μπροστά στον δρόμο της Ελλάδας, καμία εμπιστοσύνη δεν έχει επιστρέψει στην ελληνική αγορά, κυρίες και κύριοι της κυβέρνησης. Το ότι υπήρξε κάποια – χαμηλή – νέα ζήτηση για το ελληνικό ομόλογο, δεν οφείλεται στις προοπτικές της Ελλάδας και στις πολιτικές των (#μαζί_ως_το_τέλος) ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά στο κυνήγι των αποδόσεων που επιδίδονται τα μεγάλα funds. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα και πριν μερικές ημέρες όταν βγήκε το… Ιράκ στις αγορές στην πρώτη του ανεξάρτητη πώληση ομολόγου εδώ και πάνω από μια δεκαετία η οποία προσέλκυσε κύματα ξένων επενδυτών.

Facebook Comments