Πριν από 118 χρόνια, το 1895, ο σημαντικός Πολωνός συγγραφέας Henryk Sienkiewicz (βραβείο Nobel Λογοτεχνίας το 1905) δημοσίευσε το μνημειώδες έργο του με τίτλο Quo Vadis Domine (Πού πηγαίνεις κύριε;).

To έργο αφορούσε την απαγορευμένη σχέση του Ρωμαίου πατρίκιου Μάρκου Βινίκιου με τη χριστιανή Λυγία το 1ο μ.Χ. αιώνα στην τότε κραταιή αλλά και διεφθαρμένη Ρώμη της εποχής του Νέρωνα, με το Χριστιανισμό να υφίσταται απηνείς διωγμούς αλλά να εδραιώνει σταδιακά την παρουσία του που συντελείται τελικά επίσημα με το διάταγμα περί ανεξιθρησκίας των Μεδιολάνων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 313 μ. Χ.

Όμως, έπρεπε να γυρισθεί η ομώνυμη επική ταινία του αμερικανού σκηνοθέτη Mervyn Leroy το 1951 για να γνωστοποιηθεί ευρύτερα το περιεχόμενο του βιβλίου του Πολωνού συγγραφέα σε σχέση με τους τρόπους με εφάρμοζαν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες για να αποτρέψουν τη δρομολογημένη παρακμιακή πορεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.


Η μνημόνευση των παραπάνω είναι χρήσιμη υπό την έννοια ότι σε ένα αντίστοιχο σταυροδρόμι βρίσκεται και σήμερα τόσο η Κύπρος όσο και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς 4,5 χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers στις ΗΠΑ είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η Κύπρος να αποτελέσει την «ευρωπαϊκή Lehman Brothers» πυροδοτώντας μια νέα μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση στο βαθμό που συντελεστεί η έξοδος της κυπριακής οικονομίας από την ευρωζώνη.


Το βασικό δεδομένο της Κυπριακής οικονομίας που προκαλεί την παραπάνω απειλή, προέρχεται από τη γνωστή υπερτροφία του τραπεζικού της συστήματος καθώς επί σειρά ετών επελέγη η θεσμοθέτηση ευνοϊκών προϋποθέσεων υποδοχής καταθετικών κεφαλαίων που στη συνέχεια διαμόρφωναν τις ανάλογες τοποθετήσεις (δανειοδοτήσεις, ομόλογα – ελληνικά κυρίως κοκ).

Έτσι δομήθηκε ένα συγκεκριμένο αναπτυξιακό μοντέλο με εγγενή στοιχεία αυξημένης επικινδυνότητας καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία. Είναι φανερό ότι ακόμη και η πλέον προσεκτική εποπτεία ενός τόσο υπερτροφικού τομέα (τραπεζικό ενεργητικό πάνω από 8 φορές το ΑΕΠ το 2011) δύσκολα θα απέτρεπε υπό συνθήκες γενικευμένης κρίσης τις αστοχίες που συντελέστηκαν καθώς οι τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα (με την αξία τους να απομειώνεται στο πλαίσιο του PSI) ήταν αναπόφευκτες, ενώ οι υψηλές επισφάλειες των δανείων ήταν απότοκο της πιστωτικής υπερέκτασης. Στην περίπτωση της Κύπρου, η τραπεζική εποπτεία υπήρξε μάλλον κατώτερη των περιστάσεων για ένα τραπεζικό σύστημα που το ενεργητικό του διπλασιάζεται την περίοδο 2004-8 (από 400% του ΑΕΠ πάνω από 800% το 2008).


Ας θυμηθούμε, εξ άλλου, ότι η υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού τομέα, τόσο της εμπορικής όσο και της επενδυτικής τραπεζικής, είχε προηγουμένως οδηγήσει σε κρίση το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στην Ιρλανδία και την Ισλανδία, ενώ ήδη σήμερα το Ισπανικό και το Ιταλικό τραπεζικό σύστημα έχουν σοβαρές δυσλειτουργίες.

Είναι δε θέμα χρόνου να εκδηλωθούν προβλήματα και σε άλλα υπερτροφικά τραπεζικά συστήματα τόσο της ευρωζώνης όσο και άλλων περιοχών που αφορούν χώρες με μοντέλο στο οποίο ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει κυρίαρχη θέση. Ιδιαίτερα τώρα που η διαχείριση του δημόσιου χρέους χωρών της ευρωζώνης καθοδηγείται από τη γερμανική αντίληψη που μετά το «εθελούσιο» κούρεμα ομολόγων ιδιωτών επεκτείνεται και στο κούρεμα των μεγάλων καταθέσεων στο βωμό της χρηματοδότησης των υψηλών δανειακών αναγκών, καθώς γίνεται φανερό ότι η Γερμανία επιδιώκει δια της οικονομικής ισχύος την εγκαθίδρυση μιας «Γερμανικής Ευρώπης» με τη σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία ως βασικό χαρακτηριστικό της.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις δηλώσεις του νέου Προέδρου του Eurogroup που αφήνει να εννοηθεί τί θα συμβεί αν χώρες άλλων υπερτροφικών τραπεζικών συστημάτων ζητήσουν χρηματοδοτική βοήθεια, ενταφιάζοντας τις προσδοκίες για ένα ισχυρό μηχανισμό ESM σε ρόλο «μπαζούκας» απέναντι στις αγορές.


Επομένως, η Κύπρος, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να αναδιατάξει το αναπτυξιακό της μοντέλο, καθώς το ταξίδι του Υπουργού Οικονομικών στη Μόσχα για νέα χρηματοδότηση που θα επέτρεπε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν είχε θετική ανταπόκριση, αφού οι Ρώσοι δεν αξιολόγησαν τη γεωπολιτική θέση της Κύπρου σύμφωνα με τις προσδοκίες της, αναδιατάσσοντας τις προτεραιότητές τους σε αυτή τη φάση τουλάχιστον.

Ωστόσο, η δεδομένη ευφυΐα, εργατικότητα και ροπή προς την καινοτομία των Κυπρίων σε συνδυασμό με τον αυξημένο βαθμό εθνικής συνεννόησης που επιδεικνύουν υπό συνθήκες κρίσεων, είναι επαρκείς προϋποθέσεις για να δομήσουν το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου οφείλει να είναι η έμφαση σε δραστηριότητες της πραγματικής οικονομίας με αιχμή την ενέργεια, επιλεγμένους τομείς υπηρεσιών που αρθρώνονται με τις νέες τεχνολογίες καθώς και της αγροτικής οικονομίας και ενδεχομένως στοχευμένες δραστηριότητες του τομέα της μεταποίησης.

Το κράτος θα περιοριστεί αλλά θα διατηρήσει το ρόλο του ως στρατηγείου ανάπτυξης και των βασικών τομέων που περιλαμβάνονται στην κατηγορία των «δημόσιων αγαθών» (ασφάλεια, υγεία, κοκ).

Το ερώτημα είναι αν αυτά θα γίνουν με την Κύπρο ως μέλος της ευρωζώνης ή εκτός αυτής, γεγονός που αναμφισβήτητα θα επιδράσει και στο μέλλον της ίδιας της ευρωζώνης: είτε προς την λήψη αποφάσεων για την ισχυροποίησή της είτε προς τη διαδικασία μείωσης των χωρών που θα συμμετέχουν και ριζικής μετάλλαξής της.

 

Δημήτρης Τζάνας

Facebook Comments