Η Ελλάδα είναι η χώρα όπου έχουν διαψευσθεί όλοι οι νόμοι της αγοράς. Είναι η μόνη «καπιταλιστική» χώρα όπου η ιδιωτικοποίηση των παραγωγικών μέσων δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ενώ ο παρεμβατισμός του Κράτους ξεπερνούσε ανέκαθεν τα «επιτρεπτά», για τις δυτικές οικονομίες, όρια.

Ο διεμβολισμός της οικονομίας από το Κράτος και, αντίστροφα, η αγκίστρωση της όποιας ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας σε αυτό, είχαν σαν αποτέλεσμα έναν κρατικοδίαιτο «ιδιωτικό» τομέα, αλλά και μια ιδιότυπη «κοινωνική» πολιτική του Κράτους, μέσω διορισμών και ρουσφετιών, ακόμα και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Οι τελευταίες τρεις δεκαετίες, τουλάχιστον, στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από μια ανεπανάληπτη δομή διαπλοκής μεταξύ ιδιωτικών συμφερόντων και Δημοσίου, με έντονη κομματική χροιά, η οποία ευνόησε την δημιουργία – εκ του μηδενός – ολίγων σύγχρονων Κροίσων (επιχειρηματιών και πολιτικών) αλλά οδήγησε την οικονομία της χώρας και την μεγαλύτερη μερίδα των επιχειρηματιών στην καταστροφή.

Είναι φανερό πλέον ότι η Ελλάδα είναι εκτός αναπτυξιακής τροχιάς. Για την ακρίβεια, η μόνη τροχιά στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία, είναι το καθοδικό σπιράλ προς την τελική χρεωκοπία, καθώς καταστρέφονται και οι τελευταίες παραγωγικές δομές της χώρας, αφού ήδη κατέρρευσε η καταναλωτική και φοροδοτική ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας, μέσω των πολιτικών λιτότητας και τις φοροεπιδρομές των τελευταίων πέντε ετών.

Συνεπώς, η μόνη ελπίδα για οικονομική ανάκαμψη έγκειται στην θεμελιώδη μεταβολή του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Καθώς δεν αναμένονται πλέον ιδιωτικές επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες ή εισροή ξένων κεφαλαίων, τα οποία ούτως ή άλλως δεν ήρθαν ποτέ, όσο και αν «αποπληθωρίστηκε» η ελληνική οικονομία, με την μείωση των μισθών και την κατάρρευση της αξίας των ακινήτων, η μόνη πηγή επενδύσεων μπορεί να γίνει το ίδιο το Κράτος.

Θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος, πώς ένα «πτωχευμένο», κατά τεκμήριο, Κράτος μπορεί να γίνει επενδυτής σε ένα φιλόδοξο επενδυτικό και αναπτυξιακό σχέδιο, παραγωγικής ανασυγκρότησης μιας χώρας. Αν οι χειρισμοί της παρούσας Κυβέρνησης περιλαμβάνουν την επίτευξη μιας περιόδου «ανάσας» ή payback holiday από τους πιστωτές μας, τότε είναι εφικτή η εξοικονόμηση πόρων που μπορούν να διοχετευθούν μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (το οποίο φρόντισαν να μηδενίσουν οι προηγούμενες Κυβερνήσεις) προς στοχευμένες αναπτυξιακές δράσεις. Στους πόρους αυτούς μπορούν να συμπεριληφθούν και τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθώς και της Αναπτυξιακής Τράπεζας του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Το σημαντικό είναι, όμως, οι πόροι αυτοί να μην ξοδευτούν σε έργα «αναπλάσεων» και «υποδομών» – πλην αυτών που θα έχουν άμεσο ανταποδοτικό όφελος σε μορφή εσόδων – ούτε σε μικρές, ατομικές επιχειρήσεις, κλίμακας τυροπιτάδικου ή καφετέριας. Οι μόνες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν είναι σε παραγωγικές μονάδες καινοτομίας, που θα τονώσουν την εγχώρια παραγωγή, τόσο για την κάλυψη των αναγκών της Ελλάδας, αλλά και με εξαγωγικό προσανατολισμό. Παράλληλα, η δημιουργία εγχώριων παραγωγικών μονάδων, διαφόρων κλάδων, θα ανοίξει πραγματικές και βιώσιμες θέσεις εργασίας.

Μιλάμε λοιπόν για ένα μοντέλο Συμπράξεων Ιδιωτικού και Δημοσίου τομέα (ΣΔΙΤ), όπου τα απαραίτητα συστατικά είναι:

  1. Ικανά και έντιμα επιχειρηματικά στελέχη (ιδιώτες) που θα αναλάβουν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των δράσεων, συμμετέχοντας με ποσοστό διοικητικής αυτονομίας στα σχήματα αυτά, έναντι εύλογου επιχειρηματικού κέρδους και όχι κερδοσκοπίας.
  2. Καινοτόμες επιχειρηματικές ιδέες νέων τεχνολογιών και κλάδων που μπορούν να ευδοκιμήσουν στην Ελλάδα.
  3. Μια αποφασιστική Κυβέρνηση και Δημόσια Διοίκηση που θα εγκρίνει τάχιστα και θα διευκολύνει το στήσιμο των δομών αυτών.
  4. Κρατικά, Ευρωπαϊκά και – ει δυνατόν, αλλά όχι απαραιτήτως – ιδιωτικά κεφάλαια.
  5. Υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει η Ελλάδα και που θα τοποθετηθεί μέσω διαφανών διαδικασιών, πχ μέσω ΑΣΕΠ.

Σε κάθε περίπτωση, το Κράτος θα διατηρεί τον οικονομικό έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών, προσποριζόμενο άμεσα κέρδη και διασφαλίζοντας το δημόσιο συμφέρον, χωρίς να «πνίγει» φορολογικά την επιχείρηση. Ουσιαστικά, αντί το Κράτος να περιμένει από τον ιδιώτη να επιχειρήσει και να δημιουργήσει έσοδα, προκειμένου να τα μοιραστεί μαζί του μέσω της φορολογίας, στηρίζει εξαρχής την παραγωγική διαδικασία και, παράλληλα, ασκεί Κοινωνική Πολιτική μέσω της απασχόλησης.

Αυτό το νέο παραγωγικό μοντέλο, που μοιάζει με Κρατικό Καπιταλισμό, με τη διαφορά ότι είναι προσαρμοσμένο στην σύγχρονη οικονομική και πολιτισμική πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης και της υψηλής τεχνολογίας και λειτουργεί εντός δημοκρατικού πολιτικού πλαισίου, αξιοποιεί την ιδιωτική πρωτοβουλία και δημιουργικότητα, εν αντιθέσει με τον Κομμουνιστικό ή Σοσιαλιστικό Κρατισμό. Εν προκειμένω, το πιο εφαρμοσμένο μοντέλο Κρατικού Καπιταλισμού είναι η Κίνα, η οποία ωστόσο δεν έχει ως πολιτικό σύστημα την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η οικονομία του μέλλοντος είναι φανερό ότι θα έχει μικτό σχήμα και χαρακτήρα. Καθώς είναι ιστορικά αποδεδειγμένη η αποτυχία, τόσο του Σοσιαλιστικού όσο και του αμιγώς Φιλελεύθερου μοντέλου, το μίγμα στοιχείων και των δύο κόσμων είναι απαραίτητο. Σε κάθε περίπτωση, κινητήρια δύναμη της οικονομίας παραμένει η αστική τάξη και η φιλοδοξία της για ευημερία. Επομένως, το μοντέλο που θα εφαρμοστεί θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ακριβώς την ικανοποίηση των πάγιων αιτημάτων της αστικής ή «μεσαίας» τάξης για πολιτική ελευθερία, οικονομική ευημερία και γνωστική πρόοδο, εν ολίγοις, το ζητούμενο της σύγχρονης κοινωνίας για την επίτευξη της «ευτυχίας», αυτή τη φορά με τις ευλογίες του Κράτους και όχι μόνο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

[Πηγή έμπνευσης η τελευταία συνέντευξη του Έρικ Χόμπσμπαουμ (1917-2012), του Βρετανού «Μαρξιστή» ιστορικού, στο περιοδικό LEspresso της Ιταλικής La Repubblica, το 2012, λίγο πριν από τον θάνατό του.]

Facebook Comments