Σύμφωνα με τον Νόμο, ορίζεται ακατάσχετο ποσό για μισθούς, συντάξεις και εφάπαξ ασφαλιστικά βοηθήματα εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο από χίλια (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση για τα χρέη προς το Δημόσιο επί του ½ του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΕΔΕ).

Περαιτέρω, καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό ή τοποθετήσεις σε λογαριασμό πληρωμών στα εγκαταστημένα στη χώρα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και ιδρύματα πληρωμών είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο ίδρυμα. Για την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διάταξης απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΕΔΕ).

Είναι σύνηθες, όμως, το φαινόμενο, όταν κάποιος συνταξιοδοτείται και υποβάλει στον ασφαλιστικό του φορέα την σχετική αίτηση συνταξιοδότησης, να καθυστερεί η απονομή της σύνταξης και να του πιστώνονται αναδρομικά τα ποσά που δικαιούται από τον μήνα υποβολής της συνταξιοδότησής του μέχρι την απονομή της, ενώ δεν συμβαίνει σπάνια να καθυστερεί η καταβολή μισθών με υπαιτιότητα του εργοδότη. Τι συμβαίνει όμως σε αυτή την περίπτωση με το ακατάσχετο, εφόσον υφίστανται οφειλές προς το Δημόσιο;

Σύμφωνα με την ορθότερη δογματικά νομική άποψη, που μάλιστα υιοθετείται και από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ιδετε την υπ’ αρ. 179/2017 Γνωμοδότηση της Α’ Τακτικής Ολομέλειας ΝΣΚ εκδοθείσα κατά πλειοψηφία), και με την προϋπόθεση ο οφειλέτης να έχει προβεί σε δήλωση του ως άνω μοναδικού λογαριασμού του, η Τράπεζα οφείλει να αναγάγει το σύνολο του καταβληθέντος ποσού σε μηνιαία καταβολή και να εφαρμοστεί έτσι η ως άνω προστατευτική ρήτρα της ανά μήνα καταβαλλόμενης σύνταξης ή μισθού σε ό,τι αφορά στο ακατάσχετο αυτής.

Κατά το ΝΣΚ, η τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή παραβιάζει θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις όπως αυτές του κράτου δικαίου και της χρηστής διοίκησης, καθόσον ο διοικούμενος τιμωρείται για την, χωρίς δική του υπαιτιότητα, καθυστέρηση του ασφαλιστικού οργανισμού ή του εργοδότη του αντίστοιχα, που οδηγεί σε καταβολή των συντάξεων ή των δεδουλευμένων μισθών του καθυστερημένα και συνεπώς αναδρομικά, πέραν του γεγονότος ότι, εν αναμονή της είσπραξης κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα υπέστη αντίστοιχη ταλαιπωρία, και αφετέρου της ισότητας, δεδομένου ότι τίθεται προφανώς σε δυσμενέστερη θέση και αντιμετωπίζεται αυστηρότητα, εκείνος, του οποίο ο ασφαλιστικός ή συνταξιοδοτικός οργανισμός ή ο εργοδότης καθυστέρησε την καταβολή της σύνταξης ή του μισθού, σε σχέση με άλλον, για τον οποίο δεν υπήρξε καθυστέρηση και εισέπραξε τα χρήματα εγκαίρως.

Μάλιστα, η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΝΣΚ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει από διάταξη Νόμου χρονικός περιορισμός για το ακατάσχετο του συγκεκριμένου ποσού, μετά την, κατά τα ανωτέρω, αναγωγή αυτού σε μηνιαία καταβολή, δεδομένου ότι μόνο με αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται ο σκοπός της διάταξης, ήτοι η προστασία μισθωτών και συνταξιούχων με χαμηλά εισοδήματα, που αποτελεί και την δικαιολογητική βάση (ratio) θέσπισης των ανωτέρω περί ακατασχέτου διατάξεων.

Συμπερασματικά από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προστατεύονται και οι αναδρομικές συντάξεις ή μισθοί, με τους ίδιους όρους που θα προστατεύονταν αν κατετίθεντο ακριβόχρονα, για οφειλές του δικαιούχου αυτών προς το Δημόσιο και μάλιστα χωρίς χρονικό όριο προστασίας, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, ιδίως εν μέσω των ισχύοντων περιορισμών στην ανάληψη κεφαλαίων λόγω capital controls.

Facebook Comments