Το Βυζάντιο, η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, υπήρξε μια κρατικοφεουδαλική οικονομία, που χρηματοδοτούνταν από τη βαριά φορολογία των υπηκόων της, τους δασμούς από το εμπόριο και τις έγγειες προσόδους. Συνέταιρος σε μεγάλο ποσοστό στα έσοδα ήταν η εκκλησία, ο μεγαλύτερος κάτοχος εγγείου ιδιοκτησίας, καθώς και μια εκτεταμένη και δαπανηρή αυλική γραφειοκρατία.

Όσο το κράτος κατακτούσε εδάφη και προσποριζόταν καλλιεργήσιμη αγροτική γή, η οικονομία κατάφερνε να κρύβει τις διαρθρωτικές αναπηρίες της. Η φορολογία απέδιδε έσοδα για τη συντήρηση του στρατού και τις αμοιβές των μισθοφόρων, τη σπατάλη του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και για την εξαγορά βραχύβιων περιόδων ειρήνης στα σύνορα. Η αγροτική εκμετάλλευση παρέμενε για εκατονταετίες εκτατική, παλιομοδίτικη και χαμηλής αποδοτικότητας. Όταν οι διαθέσιμες γαίες άρχισαν με τη κρατική εξασθένιση και τη σταδιακή απώλεια εδαφών να περιορίζονται, η μείωση της φορολογητέας ύλης επιτάχυνε την αναπόφευκτη παρακμή.

Η απουσία υπολογίσιμου αστικού τομέα καθ’ όλη την εξελικτική ιστορική περίοδο της αυτοκρατορίας δεν επέτρεπε την αναπλήρωση της ελλείπουσας αξίας με την αναδιάρθρωση της οικονομίας και τη κλαδική – προϊοντική διαφοροποίηση της. Όταν η Δύση μετά τον 11ο αιώνα εισερχόταν σε φάση ανάπτυξης των πόλεων και του αστικού χώρου, που οδήγησαν στη συνακόλουθη ανάπτυξη του εμπορίου και της αστικής οικονομίας, το Βυζάντιο με τη δυναστεία των Κομνηνών περνούσε στη φάση του ληστρικού στρατιωτικού φεουδαλισμού. Ο αναχρονισμός και ανορθολογισμός της βυζαντινής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης προδιέθεταν από ενωρίς για τη καταστροφική ιστορική συνέχεια.

Σε όλη την ιστορική του πορεία, από τον Ιουστινιανό Α’ δηλαδή και μετά, το Βυζάντιο δεν αξιώθηκε να γνωρίσει ποτέ αστική οικονομία, ούτε με την έννοια των μεγάλων αρχαίων ελληνιστικών πόλεων, ούτε με τη νεότερη δυτική έννοια ως κέντρων δυναμικού εμπορικού καπιταλισμού.

Ο θεοκρατικός χαρακτήρας της αυτοκρατορίας δεν ευνοούσε το εμπόριο, αφού αποθάρρυνε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Η ανθρωπολογία της ορθοδοξίας δεν ενθάρρυνε τη κεφαλαιακή συσσώρευση. Αλλά και η κορπορατίστικη οργάνωση των επαγγελμάτων δεν άφηνε περιθώρια ανάπτυξης στην ιδιωτική δημιουργία. Η υποτυπώδης βιοτεχνική παραγωγή ήταν εθνικοποιημένη. Το καθεστώς υπό το οποίο δρούσαν τα επαγγέλματα ήταν απολύτως προστατευμένο και υπερρυθμισμένο. Ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης των αγαθών αποτελούσε πεδίο αποκλειστικά κρατικού ενδιαφέροντος.

Ο κεντρικός έλεγχος της οικονομίας επέβαλε περιορισμούς στις τιμές. Με διατιμήσεις και άπειρους γραφειοκρατικούς αγορανομικούς καταναγκασμούς και ελέγχους, το κοινωνικό «όφελος» των οποίων μεταφράζεται τελικά σε δημοσιονομικό έλλειμμα, που θα αναπληρωθεί από αιματηρές φορολογίες, μόνο στη δημιουργία αστικής τάξης και δυναμικής οικονομίας δεν οδηγείται μια κοινωνία.

Απόλυτα εναρμονισμένος με το παρακμιακό κλίμα της εποχής και αγνοώντας θεμελιώδεις οικονομικές αρχές ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός το 1082 παρέδωσε με περισσή ευκολία το σημαντικότερο πλουτοπαραγωγικό και προσοδοφόρο κλάδο, το ναυτικό εμπόριο, στους Ενετούς, τους Γενοβέζους και τους Πιζάνους, έναντι βραχυπρόθεσμων κοντόφθαλμων αμυντικών και διπλωματικών ανταλλαγμάτων.

Ο Αλέξιος, ως εκπρόσωπος μιας αντιδραστικής αριστοκρατίας στρατογαιοκτημόνων, δεν είχε την ικανότητα και το υπόβαθρο να αντιληφθεί το έγκλημα που επιτελούσε. Η εμπορική όμως αστική τάξη της πρωτεύουσας και των άλλων αυτοκρατορικών πόλεων γιατί δεν αντέδρασε; Η σιωπή μιας υποτιθέμενης αστικής τάξης στις πόλεις και τη πρωτεύουσα υποδηλώνει τις αδυναμίες της ή και τη πλήρη ανυπαρξία της ως κοινωνικής ομάδας/τάξης ενεργών οικονομικά δρώντων υποκειμένων (σας θυμίζει κάτι;).

Επιβεβαιώνει τον ασφυκτικό παρεμβατικό ρόλο του κράτους στο εμπόριο και τη καταθλιπτική αστυνόμευση των επαγγελματικών «συντεχνιών». Επί πλέον επιβεβαιώνει την οικόσιτη σχέση των βυζαντινών εμπόρων με το κράτος. Όταν η αυτοκρατορία έπαψε να είναι αποδέκτης των ευεργετικών εμπορικών ροών και η πρωτεύουσα έπαψε αντιστοίχως να είναι ο αποδέκτης των γεωοικονομικών πλεονεκτημάτων ολόκληρης της αυτοκρατορίας, δεν υπήρξε καμία αντίδραση από την εμπορική κοινότητα για προσαρμογή της στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες.

Οι βυζαντινοί έμποροι ουδεμία πρόθεση εξωστρέφειας έδειξαν. Δεν επιχείρησαν να ανοιχτούν στις χαμένες αγορές και να διεκδικήσουν μερίδιο στον ολοένα διευρυνόμενο μεσογειακό ανταγωνισμό. Ενσωματωμένοι στο κρατικό μονοπώλιο, ήσαν ανίκανοι να το πράξουν. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να χειραφετηθούν, ακόμη κι όταν το μονοπώλιο κατέρρευσε (σας θυμίζει κάτι;).

Με τη παθητική τους στάση και αποδοχή των σε βάρος τους μεταβολών, επιβεβαίωσαν την ιδιότητα τους ως πολιτικά άνευρης και περιθωριοποιημένης «κρατικοδίαιτης αστικής τάξης», απόλυτα εξαρτημένης από τον κρατικό προστατευτισμό, τις ρυθμισμένες αγορές προϊόντων και τα δημόσια προνόμια.

Το ίδιο πνεύμα και την ίδια κουλτούρα έχουν κληρονομήσει οι «δυνάμεις της αγοράς» και οι «παραγωγικές τάξεις» στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα. Η ένδυση της παρασιτικής αυτοαπασχόλησης υπό το μανδύα της παραγωγικής δραστηριότητας συναρτάται άμεσα με σειρά προστατευτικών ρυθμίσεων, από το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων ως το καθορισμό των πωλούμενων ειδών ανά επαγγελματική κατηγορία και από την υποχρεωτικότητα της λήψης υπηρεσιών και της κοστολόγησης τους μέχρι τον ειδικό τρόπο φορολόγησης. (Η άνοδος και η πτώση του προστατευτισμού των επαγγελμάτων).

Χαρακτηριστικό δείγμα νοοτροπίας αποτελεί η επαναλαμβανόμενη έκκληση
σε κάθε διάβημα των παραγωγικών τάξεων προς το κράτος για τήρηση των αρχών του «υγιούς ανταγωνισμού». Προφανώς η «υγεία» είναι εκείνο το στοιχείο, που διαφοροποιεί τον απλό και καλώς εννοούμενο οικονομικό ανταγωνισμό από τον επιδιωκόμενο, που είναι ιδιοτελής και ασφαλώς συνοδεύεται από τα εκάστοτε αντίστοιχα κοινωνικά κόστη.

Χαρακτηριστικό δείγμα της δομής, αλλά και της οικονομικής ιδεολογίας, που διαπερνούσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία, κράτος και κοινωνία, είναι το «Επαρχιακό βιβλίο» του αυτοκράτορα Λέοντα του επονομασθέντος Σοφού (886-912). Το βιβλίο ουσιαστικά αποτελεί μια περιγραφή των δομών της οικονομίας και είναι κυριολεκτικά ένα ευαγγέλιο αντιοικονομίας. Οι αρχές και οι κανονιστικές προβλέψεις που ενσωματώνει παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη κατανόηση των αγκυλώσεων της νεοελληνικής οικονομίας και την ιδεολογική αγκύρωση – αγκύλωση της νεοελληνικής κοινωνίας στο κρατισμό.

Στη βυζαντινή οικονομία της ακμής τα πάντα ήσαν ρυθμισμένα από το κράτος, ενώ ο αγορανομικός έλεγχος ισοδυναμούσε με απαγόρευση του πλουτισμού από αγοραίες δραστηριότητες. Με τα σημερινά δεδομένα το «Επαρχιακό βιβλίο» είναι το κατεξοχήν αντιβιβλίο της ελεύθερης οικονομίας.

Σύμφωνα με αυτό «κάθε κλάδος της βιοτεχνίας σχημάτιζε συντεχνία, η οποία είχε το μονοπώλιο και βρισκόταν υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο. Το κράτος καθόριζε τα κέρδη, τους περιορισμούς στη διακίνηση, επιτηρούσε τα μέλη των συντεχνιών, τις εγκαταστάσεις κλπ. Το σύστημα αυτό βέβαια εξασφάλιζε την αναγκαία ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων, απέκλειε τους μεσίτες καί την αισχροκέρδεια, αλλά ταυτόχρονα εμπόδιζε την πρόοδο και έτρεφε τη διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων και τη γραφειοκρατία (σας θυμίζει κάτι;).

Οι εργάτες δεν ήταν δυνατό να απολυθούν, παρά μόνο με πολύ μεγάλες δυσκολίες, και αν κανένας ήταν άνεργος, τον έβαζαν να εργαστεί σε κάποια εργασία κοινής ωφέλειας, γιατί «η οκνηρία οδηγεί στο έγκλημα και κάθε πλεόνασμα από την εργασία των άλλων πρέπει να δίνεται στους αδυνάτους».

Δεν νομίζω ότι απαιτούνται περισσότερες μαρτυρίες ή στοιχεία, προκειμένου να ερμηνεύσουμε και κατανοήσουμε την κληρονομημένη από το Βυζάντιο ιδεολογική απέχθεια των νεοελλήνων για την ελεύθερη αγορά και τη σταθερή τους στοχοπροσήλωση στις αρχές μιας διευθυνόμενης οικονομίας, το σημαντικότερα προϊόντα της οποίας είναι το λαθρεμπόριο και η σκιώδης οικονομία. Διευθυντισμός, προστατευτισμός, συντεχνίες, κρατισμός και μαύρη οικονομία είναι η πραγματική διαχρονική εικόνα της οικονομίας του νεοελληνικού κράτους από τη σύσταση του.

Τελικά ο μαρασμός του Βυζαντίου υπήρξε νομοτελειακός, εφόσον ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης ήταν θεολογικός και όχι πραγματολογικός. Η βυζαντινή κοινωνία υπήρξε μια κοινωνία διαχρονικά νεκρή. Βαλσαμωμένη. Μια κοινωνία υπηκόων. Ζούσε υπό απόλυτο διευθυντισμό, χωρίς ίχνος ατομικής ευθύνης. Ήταν μια κοινωνία ευνοιοκρατών, λιβανιστών, υμνωδών, ψαλμωδών, μοναχών, ευνουχισμένων ή τυφλωμένων αυτοκρατορικών «εχθρών», παρατρεχάμενων αυλοκολάκων, συνωμοτών, σκοταδιστών, εχθρών της γνώσης και της προόδου. Ο θάνατος και η βασιλεία των ουρανών ήταν τα μόνα που της έπρεπαν και που τελικά αξιώθηκε.

Αντίστοιχα η σύγχρονη ελληνική κοινωνία παρουσιάζει τραγικές ομοιότητες. Στις προσλαμβάνουσες της υπεισέρχονται θεολογικής και εθνικιστικής επιρροής μεσσιανικά και τελολογικά χαρακτηριστικά. Η ερμηνεία του περιβάλλοντος γίνεται κατά ανορθολογικό τρόπο. Αρνείται τη πραγματικότητα, βρίθει ανορθολογισμών, πάσχει οργανωσιακά και θεσμικά, αρέσκεται στη κρατικοδίαιτη θαλπωρή και το προστατευτισμό που αυτή προσφέρει, εκχωρεί διαχρονικά την ατομική ευθύνη των μελών της στη κρατική συλλογικότητα, διαστρεβλώνει οτιδήποτε την απωθεί, αρνείται να μεταρρυθμιστεί και να αλλάξει, αδυνατεί να αντιδράσει.

Υπάρχει άραγε τρόπος να αποφύγουμε μια ταυτόσημη κατάληξη με εκείνη του Βυζαντίου; Ο ανατολίτικος ανορθολογισμός θα επικρατήσει για ακόμη μία φορά στην αέναη διαμάχη του με το δυτικό διαφωτισμό σχετικά με το ποιος θα μας «κατακτήσει»; Θα συνεχίσουμε να υποτασσόμαστε στο συναίσθημα ή θα συνταχθούμε πίσω από τη λογική; Θα υποστούμε ως κοινωνία μία ακόμη στρατηγικής σημασίας ήττα, που θα μας περιθωριοποιήσει οριστικά και αμετάκλητα ή θα κερδίσουμε τη τελική αναμέτρηση με τον κακό εαυτό μας; Η μακραίωνη κληρονομιά του Βυζαντίου δεν συνηγορεί προς τη δεύτερη εκδοχή.

 


Βιβλιογραφία

– Στήβεν Ράνσιμαν : «Βυζαντινή θεοκρατία» 1991, εκδόσεις Δόμος.
– Παναγιώτης Γεννηματάς : «Ελλάς-Δύση ή Ανατολή;» 2013, εκδόσεις Ροές/Δοκίμια.
– Ιστορία 5ης δημοτικού : Κεφ. «Μακεδονική Δυναστεία», υποκεφ. «Το επαρχιακό βιβλίο του Λέοντος Σοφού».
– Άλαν Χάρβεϋ : «Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο» 1997, εκδόσεις ΜΙΕΤ.

Facebook Comments