Δεδομένων των ευνοϊκών μακροπρόθεσμων προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης, οι επενδυτές τείνουν να αναμένουν μια θετική έκβαση από οποιαδήποτε νέα κατάσταση κρίσης στις αναδυόμενες αγορές. Για ακόμη μια φορά διαπιστώνουμε ακριβώς αυτή τη στάση. Για πρώτη φορά από το 2002, οι αναδυόμενες αγορές βρίσκονται υπό μεγάλη πίεση.

Τα κεφάλαια απομακρύνονται από τον αναδυόμενο κόσμο, επειδή η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ σταδιακά εξομαλύνει τη νομισματική της πολιτική, αλλά και επειδή οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι στις αναδυόμενες οικονομίες έχουν ενισχυθεί σημαντικά. Αυτό οδηγεί σε αποδυνάμωση των νομισμάτων των αναδυόμενων χωρών, η οποία με τη σειρά της υποχρεώνει τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκιά τους. Τα υψηλότερα επιτόκια και το άσχημο επενδυτικό κλίμα, λόγω των ατελέσφορων κυβερνητικών πολιτικών και των κοινωνικών αναταραχών, επιδεινώνουν την ήδη διαμορφωθείσα τάση ως προς την συρρίκνωση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.

Η διαφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ αναδυόμενων και ανεπτυγμένων αγορών έχει εν τω μεταξύ μειωθεί σε μόλις δύο ποσοστιαίες μονάδες. Αυτή η διαφορά δεν υπήρξε σε τόσο χαμηλά επίπεδα από το 2001. Και ενώ η πίεση στα νομίσματα συνεχίζει να αναπτύσσεται, καθώς και τα πολιτικά ρίσκα και οι κοινωνικές αναταραχές αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς, η πλειονότητα των επενδυτών φαίνεται να υποθέτει ότι οι διορθώσεις στις αναδυόμενες αγορές έχουν ήδη κλιμακωθεί. Οι θεσμικοί επενδυτές έχουν ξεκινήσει να αγοράζουν και πάλι, και οι διάφοροι market makers έχουν εκδώσει συστάσεις «αγοράς» για τις αναδυόμενες αγορές. Πρωταρχικό επιχείρημα τους είναι η φαινομενικά ελκυστική τιμή.

Αλλά τι θα συμβεί εάν η αναταραχή συνεχισθεί; Τι θα συμβεί αν η πίεση στις αναδυόμενες αγορές παραμένει; Τα ερωτήματα αυτά σαφώς και δεν είναι θεωρητικά, δεδομένου ότι μόνο το ένα τρίτο του κεφαλαίου που είχε εισρεύσει στα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε τίτλους χρέους αναδυομένων αγορών, από το Νοέμβριο του 2008 που η FED ξεκίνησε την επεκτατική της πολιτική, έχει αποτραβηχτεί. Πέρυσι, οι χώρες με υψηλά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν οι πρώτες που ένιωσαν την πίεση. Χώρες όπως η Τουρκία, η Ινδία και η Νότια Αφρική ήταν τα προφανή θύματα, δεδομένου ότι είχαν τις μεγαλύτερες ανάγκες χρηματοδότησης.

Η προσοχή έχει σταδιακά στραφεί και σε χώρες με θεσμικές αδυναμίες και υψηλό πολιτικό κίνδυνο, ατελέσφορες οικονομικές πολιτικές και περιορισμένες προοπτικές ανάπτυξης. Η Βραζιλία, η Ταϊλάνδη και η Ουγγαρία αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Αλλά μέχρι τώρα ήταν κυρίως ο συνδυασμός των σοβαρών ανισορροπιών, η επιδείνωση της οικονομικής πολιτικής και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων που έχει οδηγήσει σε απότομες κάμψεις της νομισματικής ισοτιμίας και διορθώσεις της αγοράς.

Σε μια κατάσταση όπου μειώνεται η ανάπτυξη και αυξάνονται τα επιτόκια, είναι αναμενόμενο ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν προβλήματα. Έπειτα από δέκα χρόνια με πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης δανεισμού, σχεδόν παντού στον αναδυόμενο κόσμο, η ευαισθησία ως προς τις αυξήσεις των επιτοκίων είναι υψηλή. Για τις εταιρείες που κατά κύριο λόγο δανείστηκαν από το εξωτερικό, η πτώση των τιμών συναλλάγματος αποτελεί ένα πρόσθετο πρόβλημα. Η αύξηση του αριθμού των πτωχεύσεων θα ασκήσει πίεση στις τράπεζες. Σε αυτή την καθοριστική φάση της κρίσης θα είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι αναδυόμενες αγορές που έχουν τον πιο ευάλωτο τραπεζικό κλάδο.

Για το σκοπό αυτό, η αύξηση του χρέους ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, αποτελεί έναν καλό δείκτη. Οι χώρες για τις οποίες θα πρέπει να ανησυχούμε είναι η Κίνα, η Μαλαισία, η Ταϊλάνδη, η Τουρκία και η Βραζιλία.

 

Συντάκτης κειμένου: Maarten-Jan Bakkum (Senior Investment Strategist ING IM Europe)

Facebook Comments