Η Ιταλία είναι η χώρα που ιστορικά έχει επιδείξει τις πιο εντυπωσιακές μεταστροφές κατά το 20ο αιώνα. Στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αρχικά ήταν σύμμαχος της Γερμανίας, το 1915 άλλαξε στρατόπεδο συμμαχώντας με την Entente (Συμμαχία Αγγλογάλλων) ενώ στη διάσκεψη ειρήνης του Παρισιού διεκδίκησε εδάφη από τη Δαλματία μέχρι τη Μικρά Ασία! 

Στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όλοι γνωρίζουμε ότι αρχικά ήταν σύμμαχος των δυνάμεων του άξονα, στο πλευρό δηλαδή πάλι των Γερμανών. Το 1943, ωστόσο, και  ενώ οι Σύμμαχοι είχαν κάνει απόβαση στην Ιταλική χερσόνησο,  καθαίρεσαν  με συνοπτικές διαδικασίες το Μουσολίνι και σύντομα υπό το στρατηγό Μπαντόλιο μεταπήδησαν στο στρατόπεδο των Συμμάχων!

Σήμερα, η Ιταλία, όντας εκ των ιδρυτικών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και  η μεγαλύτερη οικονομία του ευρωνότου, βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Το δημόσιο χρέος φτάνει το 133% του ΑΕΠ (απόλυτο  ύψος 2,3 τρις ευρώ !), η ανεργία στους νέους ξεπερνά το 40% και η ύφεση έχει οδηγήσει σε αισθητή μείωση του ΑΕΠ την τελευταία 5ετία.  

Το τραπεζικό σύστημα είναι βαθιά άρρωστο καθώς έχει γίνει αντιληπτό ότι η ποιότητα του ενεργητικού του είναι αισθητά χειρότερη από αυτή που δημοσιοποιείται. Αρκεί να αναφερθούμε στη αρχαιότερη τράπεζα της Ιταλίας (ιδρύθηκε το 1472), τη Monte Dei Paschi di Siena, που εξαιτίας των αλλεπάλληλων μεγάλων ζημιών απαιτήθηκε η ανακεφαλαιοποίησή της με 4,5 δις. ευρώ από το κράτος, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις των παλαιών μετόχων, οδηγώντας το εγχείρημα  σε αναβολή.

Η οικονομική κρίση μεταλλάχτηκε και σε πολιτική οδηγώντας στο περιθώριο το μακροβιότερο Πρωθυπουργό των τελευταίων δεκαετιών, το Σίλβιο  Μπερλουσκόνι, ενώ οι εναλλαγές Πρωθυπουργών είναι συχνές. Έτσι, επίκειται η αναρρίχηση στον πρωθυπουργικό θώκο του 40αρη δημάρχου της Φλωρεντίας  Ματέο Ρέντσι σε μια προσπάθεια δρομολόγησης ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, που ασφαλώς πρέπει να περιλάβουν και την εξυγίανση του τραπεζικού κλάδου.

Επίσης, υπενθυμίζεται ότι η στάση της Ε.Ε. απέναντι στο «μεγάλο ασθενή» της υπήρξε ήδη προνομιακή. Επί της κυβέρνησης του Μάριο Μόντι αντλήθηκαν σημαντικοί πόροι για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τους μηχανισμούς στήριξης χωρίς να προσμετρηθούν στο δημόσιο χρέος και χωρίς βεβαίως να επιβληθεί κάποιο ειδικό μνημόνιο με μια τρόικα να το επιβλέπει (περίπτωση Ελλάδος, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας).

Εφαρμόστηκε ωστόσο, δέσμη μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας. Όμως, οι αγορές ουδέποτε έθεσαν θέμα φερεγγυότητας της ιταλικής οικονομίας με αποτέλεσμα οι αποδόσεις των ομολόγων να παραμείνουν σε πειθαρχημένα όρια από κοινού με τα αντίστοιχα spreads και οι τιμές τους υπέστησαν μικρή μόνο μείωση. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έπαιξε η ΕΚΤ και οι επικεφαλής τους: o Ζαν-Κλωντ Τρισέ μέχρι το 2011 και ο Ιταλός Μάριο Ντράγκι στη συνέχεια. Ο Ντράγκι μάλιστα είπε την περίφημη φράση «whatever it takes» που είπε το καλοκαίρι του 2012, εννοώντας ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διαφύλαξη της αξίας του ευρώ.

Μεταξύ άλλων, δηλαδή, και αγορές ομολόγων των χωρών με δημοσιονομικά προβλήματα, διαδικασία που απαγορεύεται σύμφωνα με τη συνθήκη του Μάαστριχτ αφού συνιστά διαδικασία που απαιτεί έκδοση νέου χρήματος. Ο τρόπος δε που διενεργήθηκε στο παρελθόν ήταν τέτοιος που οδήγησε σε μείωση ισόποσης ρευστότητας (sterilisation policy) με τις κατάλληλες ενέργειες της ΕΚΤ.

Όμως, η συντήρηση της ύφεσης στην ευρωζώνη, με την εξαίρεση της γερμανικής οικονομίας (+0,6% το τελευταίο τρίμηνο) και οριακά και της γαλλικής (+0,2%) σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα χαμηλό ρυθμό πληθωρισμού (μόλις 0,7% τον Ιανουάριο), αναγκάζει σε επανεξέταση της άκαμπτης στάσης γύρω από το ρόλο της νομισματικής πολιτικής και του ρόλου της Κεντρικής Τράπεζας «ως δανειστή έσχατης ανάγκης».

Με δεδομένο λοιπόν ότι η Γερμανία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τη σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία και δεν θα συνομολογήσει σε πολιτικές αύξησης των πόρων της Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση των χωρών του ευρωνότου, η εμμονή στην προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών συντηρεί τη βαθειά ύφεση  και  οδηγεί ήδη  σε σοβαρή έξαρση του ευρωσκεπτικισμού σε όλες τις χώρες που αναμένεται να επισημοποιηθεί στις επικείμενες ευρωεκλογές.

Έτσι, είναι πιθανό να δούμε μια δραστική αλλαγή στη στάση της ΕΚΤ επί Προεδρίας ενός Ιταλού Κεντρικού Τραπεζίτη και να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία που έχουν  ήδη χρησιμοποιήσει οι άλλες μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες (των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Βρετανίας) προκειμένου να αμβλυνθεί  η ύφεση: η μαζική αγορά ομολόγων με στόχο τη διοχέτευση μεγάλης ρευστότητας στις αγορές, με την προσδοκία ότι μέρος της θα διοχετευθεί και στην πραγματική οικονομία μέσω νέων δανείων προς ιδιώτες και επιχειρηματίες.

Η διαδικασία αυτή, παρά το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό έχει τροφοδοτήσει τη φούσκα των χρηματιστηριακών αξιών, έχει και κάποια ευεργετικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία, ιδιαίτερα των ΗΠΑ όπου παρά την όξυνση των ανισοτήτων σημειώνεται και μείωση της ανεργίας (ήδη έφτασε στο 6,6%).

Μάλιστα, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι ο Τρισέ επικρότησε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής την απόφαση του Δικαστηρίου της Καρλσρούης να δηλώσει αναρμοδιότητα να επιληφθεί για τη διαδικασία της αγοράς  κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ (ΟΜΤ-Outright Monetary Transactions, έστω και αν έγινε με παράλληλη « πολιτική αποστείρωσης» παραπέμποντας το θέμα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Και ότι το ΔΝΤ επανέρχεται με τη σύσταση προς την ΕΚΤ για εφαρμογή πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης.

Είναι λοιπόν πιθανό επί προεδρίας ενός Ιταλού Κεντρικού Τραπεζίτη, η ΕΚΤ να υλοποιήσει τη μεγάλη στροφή: να αποδεχθεί ότι είναι εύλογη η εφαρμογή πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης και επομένως έκδοσης νέου χρήματος όταν ο πληθωρισμός είναι σχεδόν μηδενικός και άρα ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού υπαρκτός!   Αν συμβεί, θα είναι αναμφισβήτητα μια ιστορική απόφαση. Να εφαρμοστούν δηλαδή ενεργητικές νομισματικές για να αποτρέψουν την κλιμάκωση της οικονομικής ύφεσης και την μετάλλαξή της σε διαδικασία αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους λαούς τους! Είναι το ελάχιστον που μπορεί να γίνει άμεσα για να επιβραδύνει το κύμα ευρωσκεπτικισμού που είναι πλέον διάχυτο σε όλες σχεδόν τις χώρες.

Και ενώ  πολλά άλλα ακόμη πρέπει να γίνουν ώστε να μεταφέρουν το μήνυμα ότι η αλληλεγγύη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει εξαλειφθεί και δεν πρέπει να επιστρέψουν οι λαοί στα «εθνικά τους φρούρια», οδηγώντας την Ευρώπη σε οπισθοδρόμηση σε σχέση με τις ΗΠΑ αλλά και τις μεγάλες Ασιατικές χώρες (Κίνα , Ινδία).

Facebook Comments