Με βάση πλήθος δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα Δικαστήρια ολόκληρης της χώρας, έχουν κριθεί ως παράνομοι λόγω καταχρηστικότητας Γενικοί Όροι Συναλλαγών που περιλαμβάνονται σε τραπεζικές συμβάσεις και συνεπάγονται είτε μη σύννομες παραιτήσεις από δικαιώματα από την πλευρά των δανειοληπτών είτε την εγκαθίδρυση μη συννόμων πρακτικών από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων, είτε και παράνομες χρεώσεις στους λογαριασμούς που απορρέουν από τις Συμβάσεις αυτές.

Ο δανειολήπτης, προκειμένου να προστατευθεί από τους ανωτέρω Γενικούς όρους συναλλαγών (π.χ. μετακύλιση και κατά συνέπεια ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/75, τοκαριθμικός υπολογισμός τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί 365, παραίτηση από δικαιώματα του Νόμου για τον Εγγυητή και άλλοι), έχει δικαίωμα, και πριν ακόμα καταγγελθεί η δανειακή του σύμβαση, να ασκήσει, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, αναγνωριστική αγωγή, με την οποία να αιτείται την αναγνώριση της ακυρότητας συγκεκριμένων Γενικών Όρων Συναλλαγών που περιλαμβάνονται στην σύμβαση αυτή, ώστε, μετά την δικανική κρίση περί της ακυρότητας του σχετικού όρου, η Τράπεζα να μην μπορεί πλέον να εφαρμόζει τον συγκεκριμένο όρο ή και να προβαίνει σε παράνομες χρεώσεις στον λογαριασμό ή τους λογαριασμούς που τηρούνται στο πλαίσιο αυτού.

Αντίστοιχα, το σχετικό δικαίωμα υφίσταται και μετά την καταγγελία της δανειακής σύμβασης από την Τράπεζα, όταν ο δανειολήπτης, πέραν της αναγνωριστικής αγωγής, που στοχεύει στην αναγνώριση της ακυρότητας όρων της δανειακής σύμβασης, μπορεί να ασκήσει αρνητική αναγνωριστική αγωγή, επιδιώκοντας να αναγνωριστεί ότι δεν είναι νόμιμο και εκκαθαρισμένο και δεν οφείλεται το ποσό της κατά την Τράπεζα οφειλής που αποτυπώνεται στην εξώδικη καταγγελία, καθώς αποτελεί προϊόν ακυρωτέων Γενικών όρων συναλλαγών, τους οποίους οφείλει σαφώς να εκθέτει στο αγωγικό δικόγραφο επισημαίνοντας στοιχειοθετημένα τους λόγους ακυρότητας αυτών, με βάση τον Νόμο και την πλούσια σχετική νομολογία. Παράλληλα, μπορεί να επιδιώκει και και την ακύρωση της Εξώδικης Καταγγελίας καθεαυτής. Οι αγωγές αυτές μπορούν να σωρευτούν και σε ένα δικόγραφο.

Νομική βάση του ανωτέρω νομικού εργαλείου είναι καταρχήν, σε δικονομικό επίπεδο, η διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ, ενώ σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου η νομική βάση ενδέχεται να ποικίλλει από σύμβαση σε σύμβαση (ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά ακυρότητα Γενικών Όρων Συναλλαγών λόγω αντίθεσής τους στο Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή ή στην γενική ρήτρα του ΑΚ 281 περί καταχρηστικότητας, καθώς και στις απορρέουσες από τις Ευρωπαϊκές Τραπεζικές Οδηγίες αρχές, όπως η αρχή της διαφάνειας και άλλα).

Με το νομικό εργαλείο αυτό, εφόσον ασκηθεί έγκαιρα, σε περίπτωση που η Τράπεζα μεταγενέστερα επιτύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του δανειολήπτη, αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμα απόφαση επί της αγωγής, ο τελευταίος μπορεί, με ανακοπή του που θα ασκήσει κατά αυτής, να προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας, δηλαδή να ζητήσει να ανασταλεί η έκδοση απόφασης επί της ανακοπής μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην σχετική αγωγή του και να αποφευχθεί έτσι, κατά την άποψη του γράφοντος, υπό προϋποθέσεις ο κίνδυνος ο δανειολήπτης να κληθεί ο ίδιος, να εξειδικεύσει τα μη νόμιμα κονδύλια της κίνησης του λογαριασμού και να τα διακρίνει από τα λοιπά, κάτι που μερίδα της νομολογίας αξιώνει σε περίπτωση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, καίτοι εσφαλμένα, κατά την άποψη του γράφοντος, καθώς με αυτό τον τρόπο αντιστρέφεται το βάρος της απόδειξης και μετακυλίεται αυτό στον δανειολήπτη, ενώ θα έπρεπε να το φέρει η Τράπεζα, κατά τον χρόνο που ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής.

Facebook Comments