Η νέα βουτιά της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη για το επιχειρείν εξετάζεται στο εβδομαδιαίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank.

“Παρά την ισχυρή συμπίεση του κόστους εργασίας, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να υποχωρεί σύμφωνα με το δείκτη Διεθνούς Ανταγωνιστικότητας και Προσέλκυσης Επενδύσεων που δημοσίευσε αυτήν την εβδομάδα στην ετήσια Έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business 2018)”, αναφέρει η τράπεζα στο δελτίο που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.

Συγκεκριμένα, με βάση τον γενικό δείκτη “ευκολία ασκήσεως επιχειρηματικής δραστηριότητας”, η Ελλάδα κατετάγη στην 67η θέση το 2017, από την 61η θέση το 2016.

Από τους επί μέρους δείκτες επιχειρηματικότητας, η επιδείνωση της θέσεως της χώρας το 2017 σε σχέση με το 2016 συνδέεται με την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος και τη συνεχιζόμενη αύξηση της συνολικής φορολογικής επιβαρύνσεως ως ποσοστό των κερδών (μετά την συμπερίληψη του εταιρικού φόρου, των ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών, των φόρων στην ακίνητη και κινητή περιουσία, των μερισμάτων και κεφαλαιακών κερδών, των φόρων μεταβίβασης και συναλλαγών) στο 51,7% το 2017, από 50,7% το 2016 και 49,9% το 2014.

Πρόσθετοι επιβαρυντικοί παράγοντες ήσαν η καταχώριση της ακίνητης περιουσίας, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και οι δυσχέρειες στην πτωχευτική διαδικασία.

Τέλος, επισημαίνεται η σημαντική βελτίωση της θέσεως της χώρας ως προς την ευκολία ενάρξεως επιχειρήσεως το 2017, κατά 19 θέσεις, κυρίως λόγω της δημιουργίας του ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως που εκτιμάται ότι αμβλύνει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Απαιραίτητη η αύξηση των επενδύσεων

Η τράπεζα υπογραμμίζει ταυτόχρονα ότι η αύξηση των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία είναι άκρως απαραίτητη μετά από την πολυετή επενδυτική άπνοια που έχει αποδυναμώσει το κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας (Εβδομαδιαίο Δελτίο 4/3/2016). Η προσπάθεια πρέπει να εστιασθεί στην άρση των βασικών ανασταλτικών παραγόντων.

Η πλήρης εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην Ελληνική οικονομία συνιστά των ακρογωνιαίο λίθο αυτής της προσπάθειας. Η ανάκαμψη των δεικτών επιχειρηματικού κλίματος σε επίπεδα υψηλότερα σε σχέση είτε με την πρώτη περίοδο επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων είτε με το μέσο όρο της περιόδου της οικονομικής κρίσεως και στασιμότητας (2008-2017) είναι ιδιαίτερα σημαντική (Γράφημα 2). Το ορόσημο, ωστόσο, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης θα πρέπει να είναι η επιστροφή των δεικτών στο επίπεδο της περιόδου πριν από την κρίση. Η διαδικασία συγκλίσεως προς αυτό το σημείο είναι σχετικώς αργή για τις προσδοκίες στη Βιομηχανία και το Λιανικό Εμπόριο, ενώ η σημαντική αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας έχει βελτιώσει τον δείκτη προσδοκιών στις Υπηρεσίες σε επίπεδο πλησίον της περιόδου 2000-2007. Τέλος, ο γενικός δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπεχώρησε ελαφρά τον Οκτώβριο του 2017, στο 98,3, έναντι 100,6 τον Σεπτέμβριο του 2017.

Επιπροσθέτως, παρά την καθοδική μετατόπιση της καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων μετά το πέρας της δεύτερης αξιολογήσεως τον Ιούνιο, το επιτοκιακό περιθώριο (spread) του ελληνικού από το γερμανικό αντίστοιχο τίτλο διατηρείται σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν επενδυτικούς προορισμούς. Η ταχεία και πλήρης εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας που θα οδηγήσει σε έξοδο στις αγορές και ελάφρυνση του δημοσίου χρέους αποτελεί προϋπόθεση για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης του διεθνούς επενδυτικού κοινού. Παράλληλα, μπορεί να οδηγήσει σε ανακούφιση της εγχώριας επιχειρηματικότητας.

Η αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου που πυροδότησε η κρίση χρέους στην χώρα μας,  αύξησε το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις ενώ η πτώση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων επηρέασε την πιστοληπτική τους ικανότητα. Η εξέλιξη αυτή έπληξε κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες, αφενός έχουν περιορισμένες δυνατότητες αυτοχρηματοδοτήσεως και αφετέρου η πρόσβασή τους σε εναλλακτικές μορφές και εργαλεία χρηματοδοτήσεως είναι περιορισμένη. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία αφορά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η δυσκολία πρόσβασης σε δανεισμό επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη των επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας.

Αναπτυξιακά χαρακτηριστικά

Τέλος, σημειώνει ότι “η δημοσιονομική ισορροπία στη χώρα αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα και έχει βοηθήσει σημαντικά στη βελτίωση της εμπιστοσύνης τα δύο τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στο δημοσιονομικό ισοζύγιο θα πρέπει να συνοδεύεται από ορισμένα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά έτσι ώστε να δρα προς όφελος της επενδυτικής δραστηριότητας και της δημιουργίας θέσεων πλήρους απασχολήσεως. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά συνοψίζονται στα εξής:

Πρώτον, η μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα ώστε να τονωθούν οι συνθήκες ρευστότητας. Η μείωσή τους κατά €1,5 δισ. τον Σεπτέμβριο είναι θετική εξέλιξη. Οι συνολικές υπολειπόμενες οφειλές προσεγγίζουν πλέον τα €4,5 δισ. και η αποπληρωμή τους θα πρέπει να επιταχυνθεί στους επόμενους μήνες απορροφώντας σημαντικό μέρος της προβλεπόμενης υπερβάσεως του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.

Δεύτερον, η πλήρης υλοποίηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων που επιφέρει ισχυρότερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα από άλλες δαπάνες στην οικονομία. Σημειώνεται ότι στο εννεάμηνο του 2017, οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά έναντι του στόχου που είχε τεθεί για το διάστημα αυτό (κατά €722 εκατ.), αλλά και σε σχέση με το εννεάμηνο του 2016 (κατά €904 εκατ.).

Τρίτον, η χρηματοδότηση από Ευρωπαϊκούς πόρους κρίνεται κρίσιμη για την ενεργοποίηση των επενδύσεων σε έργα υποδομών, ανάπτυξης και καινοτομίας. Σημειώνεται ότι το συνολικό ποσό που αναμένεται να απορροφηθεί από το νέο ΕΣΠΑ 2014-2020 για υποδομές μεταφορών, περιβάλλον και αειφόρο ανάπτυξη εκτιμάται σε €5,2 δισ. και για επιχειρησιακά προγράμματα ανταγωνιστικότητας επιχειρηματικότητας και καινοτομίας σε €4,7 δισ., ενώ την προηγούμενη προγραμματική περίοδο 2007-2013 ανέρχονταν σε €13,6 δισ. και €2,1 δισ. αντίστοιχα. Ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί η αύξηση της απορρόφησης των κεφαλαίων από τα Ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία που σημειώθηκε μετά το τέταρτο τρίμηνο του 2016, ενώ κρίνεται σκόπιμη η περαιτέρω επιτάχυνσή της”.

 

Facebook Comments