Η διαχείριση των εθνικών θεμάτων, κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, που απαιτεί σύνθετους χειρισμούς, μεγάλη εμπειρία, ιδιαίτερες ικανότητες, οραματική πρόβλεψη και διπλωματική και πολιτική ωριμότητα. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να ανατίθεται σε ανθρώπους, που δεν διαθέτουν αυτή την ποιότητα και συμπεριφέρονται ως μαθητευόμενοι μάγοι, η ακόμα χειρότερα, ως ταύροι εν υαλοπωλείω. Πολύ φοβάμαι ότι αυτό συνέβη με την επίσκεψη του τούρκου προέδρου Ρετζίπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα αυτές τις μέρες.

Ακόμα αδυνατώ να αντιληφθώ τους λόγους για τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση προκάλεσε αυτή την επίσκεψη. Τι προσδοκούσε άραγε να πετύχει; Ουδείς έχει ακόμα καταλάβει. Μια επίσκεψη αυτού του επιπέδου πρέπει να προετοιμάζεται πολύ σοβαρά και σε κάθε της λεπτομέρεια. Δεν πρόκειται περί εθιμοτυπικής επίσκεψης ούτε περί ταξιδιού αναψυχής. Στην διπλωματία, τέτοιου είδους επισκέψεις κορυφής προετοιμάζονται καιρό από τους επιτελείς των αρμοδίων υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Και πραγματοποιούνται όταν υπάρξει κάποιου είδους συμφωνία η συναντίληψη. Ούτως ώστε η τελική συνάντηση μεταξύ των ηγετών απλώς να επισφραγίζει με συμβολικό τρόπο την συμφωνία, που έχει ήδη προηγηθεί. Αυτό είναι σαφές ότι δεν συνέβη με την επίσκεψη Ερντογάν. Ούτε συναντίληψη υπήρξε ούτε συμφωνία επιτεύχθηκε. Αραγε, για ποιόν λόγο έγινε, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς;

Με λίγα λόγια για να προσκληθεί ο ηγέτης μιας γειτονικής μας χώρας στην Ελλάδα, 65 χρόνια μετά την τελευταία παρόμοια επίσκεψη, θα έπρεπε να συντρέχουν δύο λόγοι, ή τουλάχιστον ένας εξ αυτών. Δηλαδή είτε να έχει υπάρξει μεγάλη βελτίωση στις σχέσεις των δύο χωρών, που πλέον λειαίνουν τις αντιθέσεις τους, που έχουν προκαλέσει διαρκείς εντάσεις όλα αυτά τα 65 χρόνια. Είτε να έχει επιτευχθεί μια σημαντική συμφωνία, που πρέπει να ανακοινωθεί με πανηγυρικό τρόπο. Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Ο πρόεδρος Ερντογάν φρόντισε από την προτεραία της επισκέψεως του, με συνέντευξη του στον τηλεοπτικό Σκάϊ, να δυναμιτίσει το κλίμα εμμένοντας στις προκλητικές για την Ελλάδα απόψεις του περί αναθεωρήσεως κι επαναδιαπραγμάτευσης της συνθήκης της Λωζάνης. Κι εδώ στην Αθήνα έφτασε μέχρι του σημείου να αναφερθεί σε ανάγκη προστασίας της «τουρκικής» μειονότητας της Θράκης, που η Αθήνα δεν αναγνωρίζει παρά ως θρησκευτική, μουσουλμανική μειονότητα, που απαρτίζεται από Ελληνες πολίτες.

Ακόμα δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί επετράπη στον κ.Ερντογάν να μεταβεί στη Θράκη όπου προετοιμαζόταν (όταν γράφονταν οι γραμμές αυτές, ακόμα δεν είχε πραγματοποιηθεί η επίσκεψη) από τους τοπικούς φορείς της μειονότητας υποδοχή όχι μόνο Ηγέτη αλλά Απελευθερωτή, κάτι ιδιαίτερα προκλητικό για την εθνική κυριαρχία και την κοινωνική συνοχή των Ελλήνων. Να θυμίσω ότι το τελευταίο εξάμηνο, πριν από τον κ. Ερντογάν είχαν επισκεφθεί τη Θράκη ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ κι ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Τσαβούσογλου

Κατανοώ τι επεδίωκε και τι πέτυχε ο Ερντογάν στην Ελλάδα. Να βγει από την δυτική απομόνωση, λόγω της επιδείνωσης των σχέσεων του με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, να θέσει από ελληνικού εδάφους το θέμα της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης, που αποτελεί μείζον θέμα για τη χώρα μας, και να ανακινήσει θέμα τουρκικής μειονότητας στην Θράκη. Όλα αυτά τα πέτυχε η Άγκυρα. Η Αθήνα ακόμα δεν έχω αντιληφθεί, και μαζί μου οι περισσότεροι Έλληνες, τι πέτυχε; Ούτε καν μια δέσμευση για το μεταναστευτικό. Γι’ αυτό κι είμαι ιδιαίτερα προβληματισμένος για το τι μέλλει γενέσθαι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που εξελίσσονται λίαν δυσάρεστα, για να μην πω επικίνδυνα, για τα ελληνικά συμφέροντα. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η επίσκεψη Ερντογάν εξελίσσεται σε φιάσκο για την χώρα μας, εξαιτίας των «μαθητευόμενων μάγων» Τσίπρα και Κοτζιά.

Facebook Comments