Ποιος Σαμαράς; Ποιος Τσίπρας; Ποιο «ποτάμι» θα μας σώσει;
Ποιος Σαμαράς; Ποιος Τσίπρας; Ποιο «ποτάμι» θα μας σώσει;
Ποιος Σαμαράς; Ποιος Τσίπρας; Ποιο «ποτάμι» θα μας σώσει;
Ο άνευ προηγουμένου ανταγωνισμός λαϊκίστικης ατάκας, εντυπώσεων και μεταγραφών, στον οποίο έχουν επιδοθεί όλοι ανεξαιρέτως οι κομματικοί σχηματισμοί τις τελευταίες εβδομάδες είναι εύκολα εξηγήσιμος. Από το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων θα προκύψει ένα σοβαρότατο μήνυμα για το πολιτικό σύστημα.
Όσο και αν οι χαμένοι της υπόθεσης προσπαθήσουν να το υποβαθμίσουν ή και να το διαψεύσουν, μετά και το βράδυ της 25ης Μαϊου, είτε θα ανανεωθεί είτε θα αρθεί η ψήφος εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας στην κυβερνητική πολιτική των τελευταίων χρόνων για την έξοδο από την κρίση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τα ζητήματα που πυροδοτούν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις είναι αφενός το γνωστό σε όλους «Υπάρχουν τα λεφτά;» και αφετέρου το πώς θα επιτευχθεί η επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας, αυτό που όλοι ονομάζουν «ανάπτυξη».
Πρώτα απ’ όλα, ακόμα και αν δεχτούμε ότι η πρόσφατη πώληση του ελληνικού ομολόγου δεν αποτελεί σκηνοθετημένο προεκλογικό πυροτέχνημα, αλλά σηματοδοτεί τω όντι έξοδο της Ελλάδας στις Αγορές, κανείς νοήμων άνθρωπος δε θεωρεί, φαντάζομαι, ότι αυτά είναι «τα λεφτά που υπάρχουν».
Όσο και αν κάποιοι πανηγύρισαν ή έστω ανακουφίστηκαν από το- κατασκευασμένο και βαμμένο με το αίμα της ελληνικής μεσοαστικής τάξης- πρωτογενές πλεόνασμα, τo δημοσιονομικό κενό των επόμενων ετών αποτελεί μια αλγεινή πραγματικότητα και δεν μπορεί να καλυφθεί ούτε με εξωτερικό δανεισμό, ούτε, βέβαια, με τη βάναυση και παράλογη φορολόγηση των μικρομεσαίων. Είναι αυτονόητο ότι «τα λεφτά θα βρεθούν», μόνο όταν βρεθεί τρόπος να φορολογηθεί η άρχουσα τάξη, που εξακολουθεί να ευημερεί και να διαφεύγει των οικονομικών υποχρεώσεών της.
Οι Γερμανοί- κατ’ ευφημισμόν- εταίροι μας, αλλά και πλήθος νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών διατείνονται ότι αυτό είναι απόρροια, τόσο της εγγενούς αδυναμίας του ελληνικού φορολογικού συστήματος όσο και της διαφθοράς του πολιτικού κατεστημένου της μεταπολίτευσης, επικαλούμενοι και τα όσα κωμικοτραγικά εκτυλίχτηκαν μετά την έλευση της λίστας Λαγκάρντ στην Ελλάδα. Ως ένα βαθμό έχουν δίκιο. Η ρίζα του κακού, όμως, δεν είναι αυτή. Βρίσκεται στο γεγονός ότι η κατά το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα παγκόσμια οικονομική τάξη έχει συγκροτηθεί μεθοδευμένα με τέτοιους όρους τα τελευταία 40 χρόνια, ώστε οι πλούσιοι, που διαθέτουν εμπιστευτική πληροφόρηση, να μεταθέτουν τους επενδυτικούς κινδύνους, αλλά και όλο το κόστος διάσωσης από τη μειονότητα των επενδυτών στην πλειονότητα των εργαζομένων. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Σε μια υγιή Οικονομία το χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία της παραγωγής και να αποτελεί τον κινητήριο μοχλό ανάπτυξης. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, όμως, παρατηρήθηκε η πρωτοφανής διόγκωσή του και η σταδιακή αυτονόμησή του από την παραγωγή. Ιδιαίτερα από το 1970 και μετά, όταν, υπό την πίεση των πετρελαϊκών κρίσεων και των υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμάτων, η κεϊνσιανή θεωρία (υπέρ του παγκόσμιου εμπορίου μεν, αλλά και του κρατικού παρεμβατισμού στη διεθνή μετακίνηση κεφαλαίων και συναλλάγματος) αντικαταστάθηκε από τη νεοφιλελεύθερη, οι χρηματοπιστωτικές πιστώσεις άρχισαν να μην εξυπηρετούν τις ανάγκες της πραγματικής Οικονομίας, αλλά να καθίστανται αυτάρκεις μορφές επενδυτικής τοποθέτησης προς όφελος των ατόμων που τις κατέχουν.
Ο σωρευμένος πλούτος έπαψε να επαναδιοχετεύεται στην Οικονομία, ώστε να συνεχίζει αυτή να λειτουργεί και να αναπαράγεται, αλλά αποσπάται πλέον από την παραγωγή και τοποθετείται στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, που χωρίς να παράγει (άρα, και να δημιουργεί θέσεις εργασίας) συντηρείται από τις εργασίες της πρώτης και προσπορίζει νέο πλούτο σε εισοδηματίες, κληρονόμους- μεγαλοκαταθέτες και διεθνείς χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους. Το Κεφάλαιο άρχισε σταδιακά να μετατοπίζεται από τις παραγωγικές επενδύσεις στην κερδοσκοπία.
Παράλληλα, άρχισαν να δημιουργούνται νέες, ιδιαίτερα σύνθετες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες (τα παράγωγα προϊόντα, γνωστά ως CDO), αλλά και συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), τα οποία μετέβαλαν ριζικά, τόσο τον τρόπο χρηματοδότησης των βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων όσο και το γενικότερο προσανατολισμό των νοικοκυριών ως προς τη διαχείριση των οικονομικών τους. Η αγοραπωλησία ομολόγων στην- άκρως κερδοσκοπική και αντιπαραγωγική- δευτερογενή αγορά είναι πλέον συνήθης πρακτική (πρόκειται για το 95% των ομολόγων παγκοσμίως). Με την ένταξη δε των Τραπεζών στα Χρηματιστήρια αξιών η ιδιωτική και δημόσια περιουσία στο σύνολό της έχει μετατραπεί σε χρηματιστηριακό είδος, έμμεσα ή άμεσα διαπραγματευόμενο. Έτσι, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, όλοι εμπλεκόμαστε σ’ αυτό το παιχνίδι, είτε το επιθυμούμε είτε όχι. Οι Τράπεζες έφτασαν στο σημείο να διαμορφώνουν εξ’ ολοκλήρου- και προς όφελός τους- τους κανόνες του καπιταλιστικού συστήματος.
Με την πλήρη δε απορρύθμιση των κανόνων μετακίνησης κεφαλαίων οι Κυβερνήσεις απώλεσαν τη δυνατότητα να επιλέγουν αυτόνομα την οικονομική τους πολιτική. Η ανάπτυξη ενός δαιδαλώδους συστήματος υπεράκτιων κέντρων, τα οποία εξασφαλίζουν απόλυτη εχεμύθεια στους πελάτες τους, επιτρέπει στα κεφάλαια των ισχυρών οικονομικών παραγόντων- προηγμένων χωρών και μη- να ξεπλένονται και να «ασφαλίζονται», αλλά κυρίως να παραμένουν αφορολόγητα. Μια έκθεση του ΔΝΤ το 2010 αναφέρει ότι 18 τρις δολάρια είχαν κατατεθεί σε off shore των επικρατειών εχεμύθειας. Μιλάμε για το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ και πολύ περισσότερο από το 100% ολόκληρου του αμερικανικού. Τα 400 περίπου δις φόρων που χάνουν οι εθνικές οικονομίες κάθε χρόνο είναι ο λόγος για τον οποίο «δεν υπάρχουν τα λεφτά». Και δεν πρόκειται να υπάρξουν όσο η διεθνοποίηση της αγοράς παραμένει ανεξέλεγκτη.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον άστατης και αθρόας εκρόης χρήματος, αν μια Κυβέρνηση προσπαθήσει να τονώσει την εμπορική δραστηριότητα, ας πούμε, μειώνοντας τα επιτόκια, τα κεφάλαια θα φύγουν αμέσως στο εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερων αποδόσεων. Ποια μέτρα ανάπτυξης, λοιπόν, μπορούν να ληφθούν όσο οι Κυβερνήσεις είναι δέσμιες Τραπεζιτών, θεσμικών επενδυτών και κερδοσκόπων;
Κάποτε η παγκοσμιοποίηση προβαλλόταν από τα παιδιά της Σχολής του Σικάγο (που στελέχωσαν τα κυβερνητικά επιτελεία όλων των προηγμένων χωρών τις τελευταίες δεκαετίες) ως η λύση για όλα τα οικονομικά προβλήματα που προέκυπταν από τις «σοβιετικού τύπου» οικονομικές παρεμβάσεις των Κυβερνήσεων της Δύσης. Τώρα οικοδομούν Ειδικές Οικονομικές ζώνες και προτείνουν μισθούς Κροατίας σε χώρες της Ευρωζώνης, για να αντεπέλθουμε στους νέους όρους ανταγωνισμού, που διαμόρφωσε η νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση.
Και όσο και αν κάποιοι πολιτικοί, όπως ο κ. Βενιζέλος, το θεωρούν καλό σενάριο, διότι «υπάρχουν και οι μισθοί των 70 Ευρώ της Μολδαβίας, που είναι μια ώρα απόσταση με το αεροπλάνο», τίθεται το εξής ερώτημα : Για ποιο λόγο πρέπει να εξακολουθούμε να κάνουμε θυσίες, για να συντηρηθεί ένα σύστημα που υποτίθεται ότι θεσπίστηκε, ακριβώς για να μη χρειάζεται να θυσιάζουμε ακόμα και τα στοιχειώδη, που μας επιτρέπουν να ζούμε ήρεμα και με αξιοπρέπεια; Αφού το υπάρχον σύστημα δημιουργεί συνεχώς τραπεζικές και νομισματικές κρίσεις και οδηγεί ακόμα και υγιέστατες ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Ιρλανδία και η Ισλανδία, στην έστω και ελεγχόμενη χρεωκοπία, γιατί παίρνουμε μέτρα για να το υποστηρίξουμε και δεν το αλλάζουμε;
Όλοι γνωρίζουν την απάντηση : Διότι αυτοί που μπορούν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού είναι οι μόνοι που ωφελούνται απ’ αυτούς. Τους έφεραν εξαρχής στα μέτρα τους, και εγκλώβισαν 6 δισεκατομμύρια ανθρώπους.
Συνεπώς, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να επιλυθεί, ούτε με λαϊκίστικες και αντιφατικές υποσχέσεις ούτε με το νέο εθνικό διχασμό δεξιάς- αριστεράς που αναπτύσσεται τον τελευταίο καιρό. Οι Έλληνες, αλλά και οι υπόλοιποι λαοί πρέπει να αντιληφθούν ότι έχουν πέσει θύματα της μεγαλύτερης και ευφυέστερης- είναι η αλήθεια- απάτης από κτήσεως κόσμου και να είναι ενωμένοι.
Καμιά Κυβέρνηση δεν μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα για κοινωνική πολιτική όσο διαρκεί αυτή η οικονομική αιμορραγία. Κανένα ουσιαστικό μέτρο μεσομακροπρόθεσμης ανάπτυξης δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα όσο οι χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί ελέγχουν πλήρως τους οικονομικούς κανόνες και, ενώ γκρεμίζονται υπ’ ευθύνη τους, τα στελέχη τους αποχωρούν με παχυλές αποζημιώσεις, κρατώντας μάλιστα τα μπόνους «παραγωγικότητας» εκατοντάδων εκατομμυρίων, που είχαν λάβει σε καιρούς τεχνητής ευημερίας, αλλά το κόστος μεταφέρεται στους φορολογούμενους.
Είμαστε πλέον στο σημείο, όπου το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από ένα συλλογικό πρόταγμα, παγκόσμιας εμβέλειας, που θα διεκδικήσει ένα νέο οικονομικό σύστημα, ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου και ιδιωτικής πρωτοβουλίας μεν, αλλά με εποπτεία των αγορών, αυστηρό έλεγχο εισροής- εκροής κεφαλαίων και συναλλάγματος, νέο διεθνές νομοθετικό πλαίσιο για τους φορολογικούς παραδείσους, μετακύληση του κόστους των τραπεζικών ελλειμάτων σε μετόχους, διοικητές και θεσμικούς επενδυτές και ένα νέο ΔΝΤ, πλήρως απολιτικοποιημένο, που θα επιβλέπει μηχανισμούς, οι οποίοι θα επιτρέπουν να αυτορυθμίζονται οι χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες, χωρίς να απαιτούνται πολιτικές παρεμβάσεις.
Το πρόβλημα της Οικονομίας είναι παγκόσμιο. Το κατακλυσμένο από τερμίτες οικοδόμημα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης πρέπει ολοκληρωτικά να καταρρεύσει.
Μαυρουδής Πάρις
Facebook Comments