Αθήνα, 2008, ραδιοφωνικός σταθμός city 99.5: Ο Τζίμης Πανούσης εκπέμπει τον καθημερινό του Δούρειο Ήχο. Ο τεχνικός διευθυντής, που έχει άποψη για τα πάντα, μπαίνει στο διάλειμμα στο στούντιο και ξεκινάει το μακρύ του και το κοντό του για τα τραγούδια της εκπομπής. Ο Τζίμης ευγενικά και μειλίχια δεν απαντά σχεδόν τίποτα. Αφού τελειώσει από τον αέρα κινάει μια και δυο για το γραφείο του γενικού. Μπουκάρει μέσα και αρχίζει: «Την κεραία στον Υμηττό πρέπει να τη στρίψουμε 15 μοίρες δεξιά. Και η ένταση του πομπού στη Σαλαμίνα θέλει ανέβασμα. Και…». Ο Γιάννης Προβής τον κοιτάει έκπληκτος πίσω από τα μουστάκια του, αλλά πριν προλάβει να εκστομίσει λέξη γυρνάει ο Τζιμάκος και του λέει: «Κοίτα, αν ο τάδε έχει γνώμη για το τι μουσική θα παίξω, να μην πω κι εγώ τι θα κάνουμε με τις κεραίες;»

Ο άνθρωπος αυτός, που αποτέλεσε έναν από τους ακριβέστερους ακτινογράφους της μεταπολίτευσης, κατάφερνε με ένα μαγικό σχεδόν τρόπο να εγκαλεί θεούς και δαίμονες, να φέρνει τους πάντες αντιμέτωπους με έναν αδυσώπητο καθρέφτη, χωρίς όμως να το κάνει με προσβλητική επιθετικότητα, ούτε με εμπάθεια. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, φαινόταν σαν ο ίδιος να αναζητούσε τα ελαφρυντικά των στόχων του, με ένα σήκωμα των ώμων και ένα χαμόγελο που έλεγε «άνθρωποι είμαστε όλοι στην τελική, γεμάτοι ελαττώματα κι αδυναμίες.»

Ο Πανούσης έζησε και δημιούργησε στη σκιά δυο άλλων, μεγάλων καλλιτεχνών, του Λάκη Λαζόπουλου και του Χάρρυ Κλυνν. Όταν στην Ελλάδα μεσουρανούσαν οι κασέτες του δεύτερου, αλλά κι όταν ο πρώτος ξεκινούσε τις τηλεοπτικές του παραγωγές, ο Πανούσης επέμενε στο σχήμα «ραδιόφωνο και live» – το οποίο και κράτησε με συνέπεια μέχρι το τέλος της ζωής του. Ούτε με ποδοσφαιρικές ομάδες έμπλεξε, ούτε ταγός το έπαιξε, ούτε κυβερνήσεις έριξε κι ανέβασε, ούτε το κονσερβοκούτι έπιασε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, ούτε «Πουλικάκο» έπαθε, αποφεύγοντας να «το κάψει» σε σημείο τέτοιο που το ύστερο καλλιτεχνικό του αποτέλεσμα να μοιάζει με θλιβερό κακέκτυπο μιας νεανικής ιδιοφυίας.

Για όσους τον γνωρίσαμε έστω και λίγο, ο λόγος για τον οποίο ο Τζίμης απέφυγε τον εξευτελισμό των στερνών του Κλυνν, του Λαζόπουλου, του Πουλικάκου, είναι ένας: Το μέταλλο και η ποιότητα του ανθρώπου. Μέσα στην ακροβασία του, ο Πανούσης είχε έρμα. Μπορεί να τον έβριζαν που έκανε λεφτά, που είχε σπίτια στο Ψυχικό και την Αντίπαρο, που κυκλοφορούσε με Cherokee, όμως η εξαργύρωση του κτηνώδους ταλέντου του έγινε από τον ίδιο πολύ προσεκτικά. Ποτέ δεν θα άντεχε να επιλέξει αυτό που τώρα κάνει ο Ζουγανέλης, να στήσει δηλαδή μια λαϊκίστικη φάμπρικα, να γίνει αστειέμπορας της εξουσίας. Δεν χάιδεψε ούτε αριστερούς, ούτε δεξιούς, δεν σεβάστηκε κανένα τοτέμ και κανένα ταμπού και πορεύτηκε κονιορτοποιώντας κάθε πολιτική ορθότητα με παιδικό χαμόγελο.

Στον Πανούση ανήκει, τέλος, η πρωτοπορία ενός τρόπου, μιας ειδικής μορφής μελοποιημένης ποίησης, που στην Ελλάδα, τουλάχιστον δεν έχουμε ξαναδεί. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό έργο συγχρόνως ιλαρό και σοβαρότατο, γεμάτο υβρεολόγιο και άπταιστα, καλοδουλεμένα ελληνικά, του ύψους και του βάθους, του βουνού και του κάμπου, που κάμπου-κάμπου (tribute με λογοπαίγνιο από sleeve του) αγγίζει, όπως έλεγε κι ο Λάλας, «τις φτέρνες του Θεού». Αν ο ύψιστος, δε, είναι υπαρκτή οντότητα, ο Τζιμάκος αναμένεται όταν τον αντικρίσει να κοιτάξει γύρω του, να κοντοσταθεί όπως έκανε μπροστά στο κοινό του στην Αγίου Μελετίου και να του πει καταπρόσωπα μέσα στην παραδείσια ομορφιά: «Πω, πω, δίκιο είχα. Μαλάκα, Θεέ, δεν υπάρχεις!»

Πηγή Φιλελεύθερος

Facebook Comments