Δύο μεγάλες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες
Ο προβληματισμός για τα stress tests της ΕΚΤ και οι συστάσεις του ΔΝΤ. Τι προβλέπουν οι αναλυτές για τα κόκκινα δάνεια
Ο προβληματισμός για τα stress tests της ΕΚΤ και οι συστάσεις του ΔΝΤ. Τι προβλέπουν οι αναλυτές για τα κόκκινα δάνεια
Ωστόσο, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας, που έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με κεφάλαια πάνω από 35 δισ. ευρώ πέρυσι, υιοθετούν προσεκτική στάση εν όψει και των stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το φθινόπωρο.
Με έναν από τους υψηλότερους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων στον κόσμο, οι ελληνικές τράπεζες πιέζονται να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια πιο αποτελεσματικά, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να στηρίζουν αξιόχρεες επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζει ότι τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώνονταν στα 77 δισ. ή στο 36% του συνολικού χαρτοφυλακίου χορηγήσεων τον Απρίλιο.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι τα κόκκινα δάνεια αναμένεται να ανέλθουν στο υψηλότερο σημείο τους στις αρχές του 2015.
Μία από τις άμεσες προτεραιότητες του Ι. Στουρνάρα είναι να εξετάσει εάν η Ελλάδα θα έπρεπε να συστήσει μια ξεχωριστή bad bank για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια -γεγονός που θα απαιτήσει πρόσθετη χρηματοδότηση- ή εάν θα ασκήσει πιέσεις στις μονάδες αναδιάρθρωσης των τραπεζών για να κινηθεί ταχύτερα η διαδικασία.
Στις προηγούμενες προσπάθειες αναδιάρθρωσης κλάδων που έχουν μεγάλα ποσοστά κόκκινων δανείων -μεταξύ των οποίων τα ξενοδοχεία, οι κατασκευές και οι ιχθυοκαλλιέργειες- υπήρξαν δυσκολίες στη συνεργασία των τραπεζών με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων.
Οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν αρχικά με κεφάλαια του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ύψους 25 δισ. ευρώ, συν επιπλέον 3 δισ. που είχαν αντληθεί από τον ιδιωτικό τομέα.
Φέτος, οι τέσσερις τράπεζες άντλησαν ακόμη 8,3 δισ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές για να ενισχύσουν τους κεφαλαιακούς τους δείκτες μετά τα stress tests που διενήργησαν η Τράπεζα της Ελλάδος και η Blackrock. Οι αντλήσεις κεφαλαίων τους επέτρεψαν να αποπληρώσουν και τις προνομιούχες μετοχές που είχε το ελληνικό δημόσιο.
Ωστόσο, το ΔΝΤ σημειώνει ότι οι τράπεζες χρειάζονται νέα κεφάλαια έως 15 δισ. ευρώ για να προχωρήσουν σε πιο επιθετικές διαγραφές κόκκινων δανείων. Όπως αναφέρει, ο πακτωλός του ιδιωτικού χρέους θα πλήξει την ανάπτυξη, εάν τα κεφάλαια παραμείνουν παγιδευμένα σε μη παραγωγικές δραστηριότητες.
Ορισμένοι Έλληνες αναλυτές διαφωνούν. Ο Κώστας Μανωλόπουλος, επικεφαλής ανάλυσης της Επενδυτικής Τράπεζας Ελλάδος, αναφέρει: “Οι υποθέσεις στα stress tests της ΤτΕ ήταν αρκετά συντηρητικές και οι τράπεζες είναι ήδη υπερκεφαλαιοποιημένες”.
Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για τις τράπεζες είναι η πιστωτική επέκταση. Πολιτικοί και επιχειρηματίες παραπονιούνται ότι η οικονομία περιορίζεται από την έλλειψη ρευστότητας, επειδή οι τράπεζες είναι επιφυλακτικές και δεν αυξάνουν τις χορηγήσεις για να στηρίξουν την ανάκαμψη. Υπογραμμίζουν ότι η πιστωτική επέκταση στον ιδιωτικό τομέα μειώνεται από το 2010, υποχωρώντας κατά επιπλέον 3,7% τον Απρίλιο σε ετήσια βάση.
Οι τραπεζίτες απορρίπτουν την κριτική που τους ασκείται. Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Χρήστος Μεγάλου, σημειώνει: “Η συρρίκνωση της πιστωτικής επέκτασης οφείλεται κυρίως στην ισχνή ζήτηση και στους αυστηρότερους ελέγχους”.
Ο κ. Μεγάλου εκτιμά ότι η βελτίωση των προοπτικών της οικονομίας θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης για δάνεια, ιδίως για νέα επενδυτικά projects.
Ο αναλυτής της Alpha Bank, Νίκος Λιανέρης, τονίζει ότι η προσπάθεια μεταστροφής του βάρους της ελληνικής οικονομίας, από την κατανάλωση στις εξαγωγές και στις επενδύσεις ασκεί έντονες πιέσεις σε υπερδανεισμένες επιχειρήσεις με επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται στην παλιά πραγματικότητα.
“Δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι ο ανακεφαλαιοποιημένος τραπεζικός τομέας θα βοηθήσει στην ανάκαμψη τέτοιων εταιριών μέσω κεφαλαιακών ενέσεων. Ο ρόλος των τραπεζών θα είναι να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις σε κλάδους με ισχυρά επιχειρηματικά μοντέλα”, υπογραμμίζει ο κ. Λιανέρης.
Ωστόσο, η ικανότητα των τραπεζών να ενισχύσουν τον δανεισμό τους θα εξαρτηθεί επίσης και από την πρόσβασή τους στο νέο πρόγραμμα φθηνής ρευστότητας της ΕΚΤ, γνωστό ως στοχευμένες δράσεις μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης ή TLTRO.
Το τετραετές πρόγραμμα, που έχει ως προϋπόθεση τις επενδύσεις σε μη χρηματοοικονομικούς, παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, έχει στόχο να ωφελήσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που στερούνται ρευστότητα. Τα δάνεια της ΕΚΤ θα δοθούν από τον Σεπτέμβριο, με τις τράπεζες να μπορούν να αποκτήσουν ρευστότητα με επιτόκιο 0,25% υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τα κριτήρια που θέτει η κεντρική τράπεζα.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει καταθέσεις πλέον των 79 δισ. ευρώ από την έναρξη της κρίσης το 2009, λόγω της φυγής κεφαλαίων και των αναλήψεων από τα νοικοκυριά που επλήγησαν από την κρίση.
Μέχρι την πρόσφατη επιστροφή τους στις κεφαλαιαγορές, οι τράπεζες βασίζονταν κυρίως στη χρηματοδότηση από την ΕΚΤ και στον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Πέτρος Χριστοδούλου, εμφανίζεται επιφυλακτικός σε σχέση με το TLTRO της κεντρικής τράπεζας. “Δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες στην παρούσα φάση για τα εχέγγυα που απαιτούνται για τις δράσεις TLTRO, ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε το ύψος της ρευστότητας στο οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν οι ελληνικές τράπεζες”.
* Tο αφιέρωμα των Financial Times περιλαμβάνει τα εξής άρθρα:
– Tα αγκάθια στην ελληνική ανάπτυξη
– Τα δύο «ατού» της Αθήνας στις αγορές
– Η Ελλάδα δεν έχει νικήσει τον κακό της εαυτό
– Ελλάδα: Σημάδια ανάκαμψης μετά από πολύ πόνο
ΠΗΓΗ: FT.com
Facebook Comments