Oπως επισημαίνουν στελέχη που συμμετέχουν στη διαδικασία, η δομή της άσκησης είναι τέτοια που δεν θα επιτρέπει ασφαλείς εκτιμήσεις μέχρι την τελευταία στιγμή και αυτό γιατί η ΕΚΤ δεν θα δίνει στοιχεία από την πορεία της διαδικασίας και δεν θα «συμπληρώνει» τις ψηφίδες που ολοκληρώνουν την εικόνα ακριβώς για να έχει τον πλήρη έλεγχο της τελικής εικόνας.
Ακόμα και τα κομμάτια του AQR που θα δοθούν στις τράπεζες, θα επιλεγούν με τρόπο που να μη δίνουν την ευχέρεια για εκτιμήσεις, καθώς η ΕΚΤ δεν επιθυμεί να παραδώσει στα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα το «όπλο» της ασφαλούς πρόβλεψης του αποτελέσματος των stress tests. H λογική είναι ότι η «αποκάλυψη» θα γίνει ταυτόχρονα στις αγορές και στον ίδιο τον κλάδο προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της άσκησης που είναι ταυτόχρονα το ορόσημο για την ανάληψη της εποπτείας από την ΕΚΤ.
Η ελληνική πλευρά έχει βάσιμα επιχειρήματα για τα αιτήματα που προωθεί, όπως τη συνεκτίμηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών, καθώς και του αναβαλλόμενου φόρου, για τον οποίο θα πρέπει να προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση.
Όπως, ωστόσο, τραπεζικά στελέχη τονίζουν, πριν από την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων τον Οκτώβριο, δεν θα είναι βέβαιο τι θα έχει κάνει δεκτό η ΕΚΤ, αν και οι ενδείξεις είναι θετικές.
Για παράδειγμα, όσον αφορά το στόχο να συνεκτιμηθούν τα κεφαλαιακά οφέλη από τα σχέδια αναδιάρθρωσης, επί του παρόντος έχει γίνει δεκτό να υπάρχει το σχετικό πρότυπο αναφοράς (template) κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του ελέγχου και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα γίνουν εν τέλει αποδεκτά και ως mitigating measures, δηλαδή ως ενέργειες περιορισμού των κεφαλαιακών αναγκών, με την επίσημη απόφαση να μένει όμως ανοικτή μέχρι το τέλος της διαδικασίας.
Σοβαρό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι έχει ληφθεί η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία συντάσσεται με το αίτημα των ελληνικών τραπεζών.
Θέμα που προωθείται σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ και το υπουργείο Οικονομικών είναι η υιοθέτηση του πορτογαλικού μοντέλου όσον αφορά τον αναβαλλόμενο φόρο και την αναγνώρισή του στα εποπτικά κεφάλαια από την ΕΚΤ, με όφελος της τάξης των 2,5 με 3 δισ. ευρώ για τον εγχώριο κλάδο, κάτι που προϋποθέτει νομοθετική ρύθμιση και στη συνέχεια την έγκριση της ΕΚΤ για την περίληψή του ως mitigating measure.
Το εγχειρίδιο που δημοσιοποίησε η ΕΚΤ την προηγούμενη Παρασκευή είχε ως στόχο να ικανοποιήσει το αίτημα διαφάνειας που δημιουργείται σε μια τέτοια άσκηση, δηλαδή να γνωστοποιούνται κάποια τεχνικά στοιχεία ώστε να ενισχυθεί η αξιοπιστία της άσκησης και η εμπιστοσύνη από τους συμμετέχοντες για τις αγορές.
Ετσι, στο πρώτο του μέρος, που αφορά τη διαδικασία διασφάλισης ποιότητας (QA), γίνεται αναφορά σε πέντε περιοχές που εξετάζονται -πιστωτικός κίνδυνος, κίνδυνος αγοράς, τίτλοι που διακρατώνται στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, καθαρό έσοδο από τόκους, άλλα προ προβλέψεων κέρδη και capital plans- και στον τρόπο βαθμολόγησης των τραπεζών που μπορεί να οδηγήσει την ΕΚΤ να τους ζητήσει βελτιώσεις ή πλήρη αναμόρφωση.
Το δεύτερο πιο σημαντικό μέρος του εγχειριδίου αφορά το join up, την ενσωμάτωση του AQR με τα stress tests και στην ουσία «σκιαγραφείται» στο εγχειρίδιο ώστε να είναι ανοιχτό σε διαβούλευση και ανταλλαγή απόψεων μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς να δίνει, όπως προαναφέρθηκε, την πλήρη εικόνα που θα επιτρέπει εκτιμήσεις.
Facebook Comments