Οι αγρότες στο Σοβχόζ Λένινα φορτώνουν τα καφάσια με τα μήλα στο τρέιλερ και τα στέλνουν στους πελάτες στην κοντινή Μόσχα, που λαχταράνε για φρέσκα, υγιεινά, ντόπια προϊόντα.

Από τότε που η ρωσική κυβέρνηση απαγόρευσε τις εισαγωγές τροφίμων από τις δυτικές χώρες στις αρχές του μήνα, ως αντίποινα στις δυτικές κυρώσεις για την ουκρανική κρίση, η Μόσχα προσπαθεί να πείσει τους καταναλωτές ότι η εγχώρια παραγωγή είναι καλύτερη και δηλώνει στους αγρότες ότι «η ώρα της ρωσικής γεωργίας έχει έλθει».

«Είμαστε μια χώρα που μπορεί και πρέπει να τρέφεται μόνη της –και όχι μόνο να τρέφεται μόνη της αλλά και να προμηθεύει άλλες χώρες», δήλωσε ο πρωθυπουργός Dmitry Medvedev, την περασμένη εβδομάδα.

Αλλά ο στόχος του είναι μάλλον ουτοπικός. Αν και η Δημοκρατία της Ρωσίας διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες περιοχές με κατά κεφαλήν αρόσιμη γη στον πλανήτη, η χώρα στηρίζεται στις εισαγωγές για το 40% σχεδόν της παροχής τροφίμων. Οι αγρότες δηλώνουν ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια με σκληρή δουλειά και τεράστιες επενδύσεις για να αλλάξει αυτό, ένας άθλος που λίγοι θεωρούν επιτεύξιμο.

«Το ότι οι Πολωνοί καλλιεργητές τραβάνε τα μαλλιά τους για την απαγόρευση εισαγωγών, δεν μας βοηθάει –το εμπάργκο δεν θα κρατήσει αρκετά ώστε να ωφεληθούμε εμείς», σχολιάζει ο Pavel Grudinin, διευθυντής της πρώην κρατικής περιοχής Σοφχόζ Λένινα. «Αντί για την Πολωνία, ανταγωνιζόμαστε τώρα με την Χιλή. Και δεν αντέχουμε τον ανταγωνισμό».

Παρά το αισιόδοξο μήνυμα για την επικείμενη αυτάρκεια που μεταδίδουν τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, οι κρατικοί εμπειρογνώμονες συμφωνούν.

«Στην Ρωσία σήμερα επικρατεί μια μοναδική κατάσταση όπου τα καλά, βιολογικά μήλα δεν μπορούν να πιάσουν καν την ίδια τιμή με τα εισαγόμενα», σχολιάζει ο υφυπουργός Γεωργίας Dmitry Yuriev. «Μέχρι και η μισή παραγωγή των μικρότερων αγροκτημάτων και το 20% της βιομηχανικής παραγωγής οπωροκηπευτικών, εντέλει σαπίζουν».

Οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται στην μακρά, βασανιστική μεταμόρφωση της χώρας από το κομμουνιστικό παρελθόν της. Ενώ η Σοβιετική Ένωση καμάρωνε για την αυτάρκειά της, την πετύχαινε με χαμηλές αποδόσεις και έλλειψη επιλογών για τους καταναλωτές. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, το σύνολο των εδαφών που καλλιεργούνταν στην χώρα μειώθηκε από 90 εκατ. εκτάρια σε 73 εκατ. εκτάρια.

Όταν η Ρωσία ανακάλυψε τον καπιταλισμό στην δεκαετία του ’90, οι νέοι επιχειρηματίες επικεντρώθηκαν στο γρήγορο κέρδος από το εμπόριο, τα μεταλλεύματα και τις τραπεζικές υπηρεσίες. Οι κρατικές φάρμες απελευθερώθηκαν, αλλά λίγες μπορούσαν να αντλήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια ώστε να εκσυγχρονίσουν τις μεθόδους παραγωγής και τα συστήματα μεταφοράς των αγαθών στην αγορά. Πολλοί χωρικοί άφησαν τη γη τους για να βρουν δουλειά στην ακμάζουσα Μόσχα.

Η κυβέρνηση είχε κάποια επιτυχία στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Επιδότησε την χρηματοδότηση μέσω κρατικών τραπεζών και εταιριών λήζινγκ, κι έτσι βοήθησε να αποκατασταθεί κάπως η παραγωγική δυνατότητα σε χοιρινά και πουλερικά που είχε χαθεί μετά την πτώση του κομμουνισμού. Μεταξύ 2008 και 2012, η παραγωγή πουλερικών αυξήθηκε 60% και χοίρων 36%. Αλλά η Μόσχα φοβάται να προχωρήσει πολύ γρήγορα. Ο κ. Yuriev σχολιάζει ότι αν αυξηθεί η παραγωγή χοιρινού κρέατος πολύ γρήγορα, μπορεί να προκαλέσει μειώσεις τιμών, δημιουργώντας οικονομικές δυσκολίες στους επενδυτές τους οποίους προσπαθεί να ενθαρρύνει η κυβέρνηση.

Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση θέλει τώρα να εκσυγχρονίσει τους τομείς φρούτων, λαχανικών και γάλακτος. Η βασική αιτία για τις μεγάλες απώλειες και την χαμηλή απόδοση της παραγωγής οπωροκηπευτικών, είναι η απουσία μιας σύγχρονης εθνικής υποδομής αποθήκευσης και μεταφοράς.

Ο κ. Yuriev δηλώνει ότι η ανήσυχη δημοκρατία του Νταγκεστάν στον βόρειο Καύκασο θα μπορούσε να προμηθεύει σε ευρεία κλίμακα υψηλής ποιότητας φρούτα και λαχανικά, τα οποία σήμερα εισάγονται. Αλλά η περισσότερη παραγωγή του Νταγκεστάν γίνεται επεξεργασμένα προϊόντα -χυμοί για παράδειγμα- γιατί δεν υπάρχει υποδομή αποθήκευσης και μεταφοράς φρέσκων προϊόντων.

Το υπουργείο Γεωργίας αναπτύσσει σχέδια για εθνικό δίκτυο logistics χονδρικής, που θα αποτελείται από περίπου 15 κόμβους και θα λειτουργεί με κρατική συμμετοχή. Αλλά αυτό δύσκολα θα μπει σε λειτουργία σύντομα.

Ένα άλλο νέο πρόγραμμα θα επικεντρωθεί στην οργάνωση των παραγωγών γάλακτος σε συνεταιρισμούς που θα βοηθούν στον έλεγχο ποιότητας, τα logistics και την προώθηση. Ούτε αυτό θα γίνει γρήγορα: Ο κ. Yuriev σχολιάζει ότι για να μεταμορφωθεί ο τομέας θα περάσουν οκτώ χρόνια.

«Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι που το κράτος μας δίνει επιτέλους σημασία», δηλώνει ο Andrei Danilenko, πρόεδρος της εθνικής ένωσης γαλακτοπαραγωγών. Η ένωση διαμαρτύρεται ότι οι ρωσικές αγροτικές επιδοτήσεις ανά εκτάριο είναι ελάχιστες σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές και απαιτεί από την Μόσχα διπλασιασμό των επιδοτήσεων.

Μολονότι όλοι στον κλάδο, και την κυβέρνηση ακόμα, αναγνωρίζουν ότι οι επιδοτήσεις είναι χαμηλές, πολλοί μικροί αγρότες πιστεύουν ότι και οι νέες, μεγάλες υποσχέσεις της κυβέρνησης για στήριξη θα είναι άχρηστές.

«Η κυβέρνηση ποτέ δεν έκανε κάτι για την αγροτιά, παρά να μας βάζει εμπόδια», διαμαρτύρεται ο Vasily Melnichenko, ιδιοκτήτης μικρής φάρμας στα Ουράλια που παράγει λαχανικά και κουνέλια. Δεν μπορεί να πάρει δάνειο από την τράπεζα και πληρώνει τριπλάσια τιμή για το ηλεκτρικό ρεύμα σε σύγκριση με το κοντινό εργοστάσιο αλουμινίου, που ανήκει στον όμιλο του Oleg Deripaska, ενός από τους πλουσιότερους ολιγάρχες της χώρας.

Είναι συχνά αυτά τα προβλήματα για τις μικρές φάρμες, όπως και για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στους περισσότερους βιομηχανικούς τομείς.

Ο κ. Melnichenko δεν περιμένει να αλλάξει κάτι. «Η κυβέρνηση δεν θέλει να μας βοηθήσει να επιβιώσουμε, αντίθετα θέλει να αδειάσει την γη ώστε να μπουν οι μεγάλες επιχειρήσεις και να αντλήσουν ορυκτό πλούτο. Αυτό θα κάνει πάντα η Ρωσία: Θα εξάγει πετρέλαιο και φυσικό αέριο».

 

Πηγή: FT

 

Facebook Comments