“Ελκυστικές οι ελληνικές τράπεζες για τους επενδυτές της ανάκαμψης”
«Οι ελληνικές τράπεζες προσελκύουν τους ξένους επενδυτές που ποντάρουν στην ανάκαμψη»
«Οι ελληνικές τράπεζες προσελκύουν τους ξένους επενδυτές που ποντάρουν στην ανάκαμψη»
«Οι ελληνικές τράπεζες προσελκύουν τους ξένους επενδυτές που ποντάρουν στην ανάκαμψη» είναι ο τίτλος αφιερώματος του περιοδικού Institutional Investor για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο.
Το περιοδικό αναφέρει πως λιγότερο από ένα χρόνο πριν, η Eurobank συμβόλιζε όλα όσα πήγαιναν στραβά στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Σήμερα όμως η τράπεζα αποτελεί μαγνήτη για τους διεθνείς επενδυτές που επιθυμούν να επενδύσουν στην ελληνική ανάκαμψη. Η στροφή για την τράπεζα ξεκίνησε όταν ανέλαβε τα ηνία ο Χρήστος Μεγάλου, αναφέρει το αφιέρωμα.
Ο πρώην τραπεζίτης της Credit Suisse μείωσε δραστικά τα κόστη, απομακρύνοντας το 12% του εργατικού δυναμικού μέσω προγράμματος εθελουσίας.
Παράλληλα αύξησε το μέγεθος της τράπεζας μέσω εξαγορών. Ωστόσο το πιο σημαντικό, σύμφωνα με το Institutional Investors, είναι πως ο κ. Μεγάλου χρησιμοποίησε τις επαφές του στην επενδυτική τραπεζική για να προσεγγίσει διεθνείς επενδυτές. Μεταξύ αυτών, μια κοινοπραξία υπό τον Wilbur Ross. Τον Απρίλιο ο CEO άντλησε 2,9 δισ. δολάρια μέσω ΑΜΚ.
Σύμφωνα με το περιοδικό, η ανάκαμψη της Eurobank είναι η πιο δραματική ένδειξη της ευρύτερης αναγέννησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που κρίνεται απαραίτητη για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν συγκεντρώσει αθροιστικά κεφάλαια 8,35 δισ. ευρώ σε μετοχές φέτος και επιπλέον 2,25 δισ. ευρώ μέσω προσφοράς ομολόγων.
Ωστόσο, επισημαίνει το Institutional Investor, η ανάκαμψη δεν είναι εγγυημένη. Μόνο η ΕΤΕ κατέγραψε καθαρά κέρδη το 2013 και έγινε η πρώτη τράπεζα που επέστρεψε στην κερδοφορία από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους το 2010. Οι Μεγάλες Τέσσερις θα χρειαστούν πιθανότατα αλλά δύο χρόνια για να επιστρέψουν στο μονοπάτι της κερδοφορίας και ακόμη περισσότερο χρόνο για να θέσουν υπό έλεγχο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Έκθεση του ΔΝΤ προβλέπει μάλιστα πως παρά την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση οι Μεγάλες Τέσσερις μπορεί να χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια. Παρ’ολ’αυτά οι τραπεζίτες είναι πεπεισμένοι πως τα χειρότερα έχουν παρέλθει και απορρίπτουν το σενάριο επιπλέον κεφαλαιακών αναγκών.
Η πραγματική εικόνα του τραπεζικού κλάδου, υπογραμμίζει το περιοδικό, θα φανεί λογικά το Νοέμβριο, όταν η ΕΚΤ θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα των ελέγχων της ποιότητας των παγίων και των stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μετά από μια σύντομη επισκόπηση των εξελίξεων στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, το Institutional Investor επιστρέφει στην υπόθεση της Eurobank, λέγοντας πως το πιο «ζωντανό» κοινό για τον Χ. Μεγάλου, ήταν μία κοινοπραξία ξένων επενδυτών υπό τις Fairfax Financial Holdings και WL Ross& Co. του Wilbur Ross. Η Ελλάδα έδειχνε πολιτικά σταθερή μετά την εκλογή κυβέρνησης συνασπισμού το 2012 υπό τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Η κυβέρνηση είχε κατά φέρει να μειώσει το έλλειμμα προϋπολογισμού από το αποκαρδιωτικό 15% του ΑΕΠ το 2009 στο 3,9% το προηγούμενο έτος. Την ίδια περίοδο το εμπορικό ισοζύγιο μετατράπηκε σε πλεονασματικό. Επίσης, μετά τις απολύσεις, τις μειώσεις μισθών και τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα εμφάνιζε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα 18% έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης έως τα τέλη του 2013. «Όλα αυτά πραγματικά μας εντυπωσίασαν», δηλώνει ο Wilbur Ross.
Αρχικά ο ίδιος και η κοινοπραξία του είχαν σκεφτεί να τοποθετηθούν στην Τρ. Πειραιώς ή την Alpha Bank, αλλά τελικά αποφάσισαν ότι οι μετοχές ήταν πολύ ακριβές λόγω των warrants. Επίσης, δεν τους ενδιέφερε να λάβουν μειοψηφικό ποσοστό σε τράπεζες που παρέμεναν υπό κρατικό έλεγχο. Η Eurobank ήταν η προφανής εναλλακτική. Μεταξύ άλλων, είχε το καλύτερο προσωπικό και συστήματα πληροφορικής, εξηγεί ο Jason Manolopoulos, συνιδρυτής του hedge fund Dromeus Capital που επενδύει σε ελληνικές μετοχές και έχει μερίδιο στις Eurobank και Alpha. «Και παραμένει η πιο καινοτόμος και προοδευτική ελληνική τράπεζα», προσθέτει.
Αφού περιτριγύριζε δύο χρόνια την Eurobank, η κοινοπραξία αποφάσισε να επενδύσει τον Απρίλιο, καλύπτοντας το 30% της ΑΜΚ, η οποία υπερκαλύφθηκε τρεις φορές. Οι ιδιώτες επενδυτές που εκτιμάται ότι αγόρασαν στο 72% της λογιστικής αξίας, θα πρέπει να είναι αισιόδοξοι για την προοπτικής της απόδοσης της επένδυσης, αναφέρει το περιοδικό. «Έχουμε στόχο να φτάσει η τράπεζα να διαπραγματεύεται 1,5 ή 2 φορές τη λογιστική αξία μέσα σε δύο χρόνια», λέει ο Ross. Κορυφαία προτεραιότητα της τράπεζας είναι η επιστροφή στην κερδοφορία, κάτι που ο κ. Μεγάλου αναμένει να συμβεί το επόμενο έτος.
Facebook Comments