Με την τροποποίηση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.3943/2011, αυστηροποιήθηκε σημαντικά το ισχύον νομικό πλαίσιο για την άσκηση ποινικής δίωξης σε οφειλέτες του Δημοσίου, καθώς ορίστηκε ότι όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στο Δημόσιο χρέη του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και εφόσον αυτά ξεπερνούσαν το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αυτός ήταν ποινικά υπόλογος και μάλιστα κινούνταν σε βάρος του κατά κανόνα η διαδικασία του αυτοφώρου.

Με την αντικατάσταση ωστόσο της ανωτέρω διάταξης με το άρθρο 20 του ν. 4321/2015 (ΦΕΚ Α 32/ 21.3.2015), κατέστη επιεικέστερο το ανωτέρω νομικό πλαίσιο, καθώς ποινική δίωξη ασκείται πλέον μόνο για οφειλές προς το Δημόσιο από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ και άνω και μάλιστα ορίζεται κατά κανόνα τακτική δικάσιμος για την εκδίκασή της υπόθεσης και δεν κινείται πλέον στην ίδια έκταση η διαδικασία του αυτοφώρου με την έννοια ότι το αδίκημα δεν καθίσταται πλέον διαρκές (δηλαδή δεν υφίσταται διάταξη παρόμοια με αυτή του άρθρου 3 του ν. 3943/2011 σύμφωνα με την οποία ο χρόνος τέλεσής του οριζόταν στο χρονικό διάστημα από την έναρξη του τετραμήνου μη καταβολής μέχρι το 1/3 του χρόνου της παραγραφής), μια διαδικασία με ιδιαίτερες συνέπειες, ηθικές και ψυχολογικές, για τον εκάστοτε οφειλέτη του Δημοσίου που καθίσταται κατηγορούμενος.

Ειδικότερα, με την ανωτέρω διάταξη της παρ.1 του άρθρου 20 του ν. 4321/2015 ορίζεται ότι «1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:

 α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.

 β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ.

Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό».

Η ίδια διάταξη ορίζει ότι αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν για χρέη μικρότερα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν εκτελούνται, ενώ αν άρχισε η εκτέλεσή τους, αυτή διακόπτεται.

Περαιτέρω, εκκρεμείς αιτήσεις Προϊσταμένων Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών ή Ελεγκτικών Κέντρων ή Τελωνείων ή ένδικα μέσα κατά αποφάσεων για χρέη κατώτερα αυτών που ορίζονται ανωτέρω, δεν εισάγονται για συζήτηση.

Η αναστολή της παραγραφής των χρεών, κατώτερων του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ποινικής δίωξης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου 4321/2015, ενώ η παραγραφή συνεχίζεται και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη της αναστολής. Η παραγραφή του αδικήματος, του οποίου κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν έχει συμπληρωθεί το μετά την πάροδο τετραμήνου χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παρ. 1 τουάρθρου3 του ν. 3943/2011, αρχίζει από τη δημοσίευση τους. 4321/2015.

Το ανωτέρω αναντίρρητα ευνοϊκότερο για τους οφειλέτες του Δημοσίου σε βάρος των οποίων έχει ήδη ασκηθεί ή έστω υφίστανται οι προϋποθέσεις να ασκηθεί ποινική δίωξη για το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στο Δημόσιο μάλιστα εφαρμόζεται τόσο επί ήδη υφιστάμενων εκτελεστών καταδικαστικών αποφάσεων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν εκτελούνται, όσο και επί εκκρεμών ποινικών διώξεων, οι οποίες είτε παύουν οριστικά (όταν το ποσό για το οποίο ασκήθηκαν είναι μικρότερο των 50.000 ευρώ) είτε αντιμετωπίζονται πλέον με την ανωτέρω ευνοϊκότερη ποινική διάταξη, με δεδομένο το γεγονός ότι πάντοτε εφαρμόζεται ο ευνοϊκότερος για τον κατηγορούμενο Ποινικός Νόμος από την τέλεση του αδικήματος έστων και αν εκδόθηκε μεταγενέστερα (άρθρο 2 Ποινικού Κώδικα).

Facebook Comments