Άρχισαν οι προεκλογικές υποσχέσεις και οι θριαμβολογίες
Και για του λόγου το αληθές, το ΥΠΟΙΚ σε Δελτίο Τύπου που εξέδωσε μετά την ανακοίνωση των στοιχείων ανέφερε το υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον στόχο πλεόνασμα
Και για του λόγου το αληθές, το ΥΠΟΙΚ σε Δελτίο Τύπου που εξέδωσε μετά την ανακοίνωση των στοιχείων ανέφερε το υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον στόχο πλεόνασμα
Ο κ. Τσακαλώτος φρόντισε μία ακριβώς μέρα πριν τις επίσημες ανακοινώσεις της Eurostat να διαρρεύσει από τις ΗΠΑ ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 θα διαμορφωθεί στο 3,5%- 3,7% του ΑΕΠ – λες και δεν είχε καμία πληροφόρηση για το ακριβές νούμερο – για να έλθει η στατιστική υπηρεσία την Δεύτερα και να ανακοινώσει το σούπερ πλεόνασμα προκαλώντας πανηγυρισμούς στην κυβέρνηση, θριαμβολογία και το γνωστό αυτό-χειροκρότημα, σε μία τελευταία υπέρ-προσπάθεια να πειστεί το ΔΝΤ και να μην πιέσει για την επίσπευση της μείωση του αφορολόγητου.
Και για του λόγου το αληθές, το ΥΠΟΙΚ σε Δελτίο Τύπου που εξέδωσε μετά την ανακοίνωση των στοιχείων ανέφερε ότι το υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον στόχο πλεόνασμα, «αποδεικνύει για μια ακόμα χρονιά την αξιοπιστία της δημοσιονομικής διαχείρισης». Όπως διαμήνυσε στο… ΔΝΤ αλλά και εσωτερικά, «τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, όχι μόνο είναι εφικτός ο στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και τα επόμενα χρόνια, αλλά και ότι θα υπάρξει ο δημοσιονομικός χώρος για στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις και κοινωνικές δαπάνες κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο».
Μάλιστα. Να την πάλι η προεκλογική… σφήνα. Μετά την φορολογική λαίλαπα, υπόσχονται μειώσεις φόρων και νέους μποναμάδες το 2018 και τα επόμενα χρόνια, χωρίς να υπολογίζουν ότι η επίτευξη αυτού του στόχου του 3,5% δεν δίνει δημοσιονομικό χώρο, αλλά η υπέρβασή του δίνει. Και σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, τα έσοδα τόσο φέτος όσο και τα επόμενα χρόνια σε ένα περιβάλλον νέων μειώσεων σε συντάξεις και αφορολόγητο, δεν είναι καθόλου εγγυημένο ότι θα επιτευχθούν, αφού η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει ήδη εξαντληθεί: Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία διαρκώς διογκώνονται, υπερβαίνοντας πλέον τα 130 δισ ευρώ (αύξηση κατά 50% από το τέλος του 2014).
Αλλά τι τους νοιάζει αυτούς τώρα; Μοιράζουν ήδη τα λεφτά που πήραν από τους συνταξιούχους και τους φορολογουμένους με σκοπό τα ψηφαλάκια, αφήνοντας υπονοούμενα ότι μετά την έξοδο από το μνημόνιο, το φθινόπωρο δηλαδή, όταν θα ξεκινήσει η σκληρή εποπτεία και είναι πολύ πιθανό να διεξαχθούν οι πρόωρες εκλογές, η κυβέρνηση θα μοιράσει νέα δώρα (ελεημοσύνης) στο λαό.
Άσχετα εάν αυτή η τεράστια υπεραπόδοση έχει στραγγίξει την κοινωνία αλλά και την αγορά και μάλιστα, όπως αποκάλυψε και η Λαγκάρντ την περασμένη εβδομάδα, πολύ περισσότερο από ότι ήταν αναγκαίο βάσει των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών.
Άσχετα αν η Eurostat κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των κρατών της Ε.Ε σε σχέση με το ύψος του χρέους.
Άσχετα αν αυτή η επίδοση οφείλεται στην αποκλειστική επιλογή της κυβέρνησης – χωρίς καμιά σχετική πίεση από τους δανειστές όπως έχει γίνει γνωστό, να υπερφορολογήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Άσχετα αν το αποτέλεσμα αυτής της υπερ-προσπάθειας για το πλεόνασμα είναι η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, η εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους και η μη επίτευξη των στόχων για την ανάπτυξη, που η ίδια η κυβέρνηση έχει θέσει (και συνεχώς υποβαθμίζει).
Άσχετα αν το σούπερ αυτό πλεόνασμα οφείλεται στο ακατάπαυστο κυνήγι κατασχέσεων και στη συνέχιση της εσωτερικής στάσης πληρωμών της ελληνικής κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (Φεβρουάριος) η κυβέρνηση χρωστάει 3,3 δισ. ευρώ σε ιδιώτες και έχει πληρώσει μόνο… 85 εκατ. ευρώ!
Επίσης, και το σημαντικότερο, αυτή η υπεραπόδοση σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει ότι δεν θα έρθουν νέα μέτρα και ότι δεν θα εφαρμοσθεί πιο νωρίς η μείωση του αφορολόγητου.
Όταν έχουν αποστραγγίσει όλη την ρευστότητα από την πραγματική οικονομία, όταν ξέρουν από πού προήλθε το πλεόνασμα-μαμούθ, πώς έχουν το θράσος να πανηγυρίζουν; Αλλά τι να περιμένει κανείς από «την χειρότερη δυνατή κυβέρνηση» η οποία το 2015 κατέστρεψε την εμπιστοσύνη των επενδυτών, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Berenberg.
Facebook Comments