Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνταν μια χώρα που έκτιζε για το μέλλον. Ορισμένες φορές ήταν η ίδια η κυβέρνηση που έκτιζε με δημόσια έργα, όπως η διώρυγα Ιρι στην πολιτεία της Ν. Υόρκης και το σύστημα διαπολιτειακών αυτοκινητοδρόμων, τα οποία και λειτούργησαν ως η ραχοκοκαλιά της οικονομικής ανάπτυξης.

Αλλες φορές έδωσε κίνητρα στον ιδιωτικό τομέα για να το κάνει, όπως οι απαλλοτριώσεις γης με αντάλλαγμα την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπήρξε ευρεία αποδοχή και υποστήριξη των δαπανών εκείνων που θα μας έκαναν πλουσιότερους.

Σήμερα, όμως, απλώς δεν επενδύουμε, ακόμα και όταν η ανάγκη είναι προφανής και η χρονική συγκυρία η πλέον ενδεδειγμένη. Η αδυναμία μας, πάντως, δεν δείχνει πως κάτι πηγαίνει στραβά με την πολιτική της Ουάσιγκτον, απλώς δείχνει την ισχύ που έχει η καταστροφική ιδεολογία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Για την ιστορία, ας θυμηθούμε ότι πέρασαν επτά και περισσότερα χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης στα επισφαλή στεγαστικά δάνεια και έκτοτε οι ΗΠΑ έχουν κατακλυστεί από αποταμιεύσεις, οι οποίες δεν διοχετεύονται πουθενά. O δανεισμός για την απόκτηση σπιτιού ανέκαμψε κατά τι, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Οι επιχειρήσεις αποκομίζουν υψηλά κέρδη, αλλά είναι απρόθυμες να επενδύσουν λόγω της χαμηλής καταναλωτικής ζήτησης.

Οπότε συσσωρεύουν ρευστό ή επαναγοράζουν τις μετοχές τους. Οι τράπεζες διατηρούν σε πλεονασματικά διαθέσιμα 2,7 τρισ. δολάρια. Θα μπορούσαν να τα μετατρέψουν σε δάνεια, αλλά τα κρατούν ανενεργά. Αυτή η ασυμβατότητα μεταξύ των αποταμιεύσεων και της απροθυμίας για επενδύσεις κρατά την οικονομία σε δυσπραγία. Θυμηθείτε, η δική σου δαπάνη είναι το εισόδημά μου και η δική μου δαπάνη είναι το εισόδημά σου, οπότε, εάν όλοι ξοδεύουν λιγότερο, την ίδια στιγμή κάποιου άλλου το εισόδημα ελαττώνεται.

Μία μόνο πολιτική απάντηση υπάρχει σε αυτήν την κατάσταση και είναι οι κρατικές επενδύσεις. Εχουμε μεγάλες ανάγκες σε υποδομές ειδικά στην ύδρευση και τις μεταφορές, και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μπορεί να δανειστεί φθηνά. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι το αντίστροφο. Λίγο καιρό μετά την εφαρμογή του πακέτου στήριξης της οικονομίας από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα οι κρατικές επενδύσεις υποδομών αυξήθηκαν για βραχύ διάστημα και μετά υποχώρησαν. Γιατί; Σε μία πρώτη ανάγνωση η μείωση οφείλεται στα δημοσιονομικά προβλήματα των πολιτειακών κυβερνήσεων και των τοπικών αρχών. Λόγω της ύφεσης τα έσοδά τους ελαττώθηκαν και ορισμένες δαπάνες αυξήθηκαν, οπότε οι Αρχές ανέβαλαν ή ματαίωσαν πολλά δημόσια έργα. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, έτσι. Η (κεντρική) ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα μπορούσε εύκολα να παράσχει βοήθεια στις πολιτείες, ώστε να προχωρήσουν σε δημόσια έργα – άλλωστε, το προέβλεπε το πακέτο στήριξης.

Αφ’ ης στιγμής, όμως, περιήλθε ο έλεγχος της Βουλής των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, η όποια ευκαιρία για περισσότερους πόρους στις υποδομές εξανεμίστηκε. Και όλα έχουν να κάνουν με την ιδεολογία και τη σαρωτική εχθρότητα απέναντι σε κάθε είδους κρατική δαπάνη.

Η εχθρότητα ξεκίνησε ως επίθεση κατά των κοινωνικών προγραμμάτων, ειδικά όσων βοηθούν τους φτωχούς. Συν τω χρόνω, επεκτάθηκε σε κάθε είδους δαπάνη, ανεξαρτήτως πόσο αναγκαία είναι και ανεξαρτήτως της κατάστασης της οικονομίας. Μπορείτε να πάρετε μια γεύση της τοποθέτησης αυτής από το μανιφέστο των Ρεπουμπλικανών του 2011 με τον τίτλο «Λιγότερες δαπάνες, λιγότερα χρέη και ανάπτυξη της οικονομίας».

Δεν έχει σημασία πως τα οικονομικά μοντέλα, στα οποία στηρίχτηκαν οι θέσεις αυτές, απέτυχαν παταγωδώς και πως ο ιδιωτικός τομέας δεν ήθελε ούτε θέλει να παράσχει υποδομές. Χρειαζόμαστε δημόσιες επενδύσεις και με τα χαμηλά επιτόκια μπορούμε να τις χρηματοδοτήσουμε. Αλλά, όπως φαίνεται, δεν θα αρχίσουμε τα δημόσια έργα.

Facebook Comments