Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι στην τελευταία εκδοχή του ο προγραμματιζόμενος Φόρος Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών (ή φόρος Τόμπιν ή φόρος Ρομπέν των Δασών αν προτιμάτε) δεν αποτελεί την καλύτερη επιλογή. Αυτή θα ήταν, σύμφωνα με την Κομισιόν, η επιβολή του σε παγκόσμιο επίπεδο, ενδεχόμενο τελείως απίθανο. Οσο στενότερο είναι το πεδίο που καλύπτει ο φόρος, τόσο λιγότερο νόημα έχει.
Γι’ αυτό και ο προτεινόμενος Φόρος Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών δεν αποτελεί καν τη δεύτερη καλύτερη επιλογή: Αυτή ήταν η απορριφθείσα πρόταση για επιβολή του σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην παρούσα μορφή της η πρόταση προβλέπει φορολόγηση των συναλλαγών με χρεόγραφα (πλην παραγώγων) όπως κρατικά ομόλογα και εταιρικές μετοχές κατά 0,1% και της ονομαστικής αξίας συναλλαγών με παράγωγα κατά 0,01%.
Ωστόσο, οι 11 χώρες που έχουν αποφασίσει να επιβάλουν το φόρο (Αυστρία, Βέλγιο, Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ισπανία) δεν μπορούν να συμφωνήσουν πώς θα πρέπει να μοιραστούν τα έσοδα.
Τώρα σπεύδουν ώστε να προλάβουν να κλείσουν την συμφωνία μέχρι το τέλος του έτους, με στόχο ο φόρος να αρχίσει να επιβάλλεται από τα τέλη του 2015. Ωστόσο, η σημαντικότερη ερώτηση σχετικά με τον φόρο Τόμπιν ακόμη δεν έχει απαντηθεί, δηλαδή γιατί επιβάλλεται. Αν στόχος είναι να περιοριστούν η μεταβλητότητα και η κερδοσκοπία στις αγορές, δεν είναι καθόλου σαφές ότι ο φόρος θα επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων PricewaterhouseCoopers.
Αν ο στόχος είναι να ενισχυθεί η οικονομία, τότε ο φόρος έχει ήδη αποτύχει από το στάδιο του σχεδιασμού. Η ίδια η Κομισιόν υπολογίζει ότι ο νέος φόρος θ’ αυξήσει το κόστος του κεφαλαίου και θα μπορούσε να μειώσει το ΑΕΠ μέχρι και κατά 0,28%, δηλαδή λίγο περισσότερο από τα έσοδα που υπολογίζεται ότι θα αποφέρει. Με την Ευρωζώνη να απειλείται εκ νέου από ύφεση θα πίστευε κανείς ότι θα απέρριπτε οποιοδήποτε μέτρο θα μπορούσε να πλήξει την ανάπτυξη.
Το βασικό κίνητρο για την επιβολή του φόρου είναι ο λαϊκισμός: Κατά κύριο λόγο ο φόρος αποτελεί εκδίκηση για την χρηματοπιστωτική κρίση. Το να επιτίθεται κανείς κατά των τραπεζιτών, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες, παραμένει δημοφιλές μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτικών.
Η Κομισιόν δικαιολογεί την επιβολή του φόρου βασιζόμενη περισσότερο στην επιθυμία να τιμωρήσει και στη δυσαρέσκεια που της προκαλούν οι υψηλές αμοιβές των τραπεζιτών, παρά στον περιορισμό του επιχειρηματικού κινδύνου. «Τα έσοδα από τον φόρο θα πρέπει να αποτελούν δίκαιη και ουσιαστική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα ώστε να καλυφθεί το κόστος που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση», υποστηρίζει η Επιτροπή.
Θεωρεί επίσης τον φόρο εύστοχη απάντηση στους «σημαντικά υψηλότερους μισθούς του χρηματοπιστωτικού τομέα». Ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να εποπτεύεται αποτελεσματικά, με τη συστημική ασφάλεια να βρίσκεται στο προσκήνιο. Η εκδίκηση είναι άσχετη, πολύ περισσότερο όταν κατά τη διαδικασία πλήττεται η οικονομία.
Ο Βιμ Μιγς, διευθύνων σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας, είπε την περασμένη εβδομάδα ότι ο φόρος είναι «η χειρότερη ιδέα των τελευταίων τριών αιώνων». Πράγμα που είναι υπερβολή, ωστόσο ορθώς υποστηρίζει ότι όσο συντομότερα η Ευρώπη εγκαταλείψει την ιδέα, τόσο το καλύτερο.
Facebook Comments