Σε όλες τις ιστορικές φάσεις του ο Ελληνισμός «αγκάλιαζε» την Ελλάδα∙ ποτέ το αντίστροφο. Καίτοι το έτος-ορόσημο του 1922 -που έθεσε το status quo του Ελληνισμού σε μια μοιραία, μη αναστρέψιμη σπείρα καθοδικής πορείας διάστικτης εθνικών τραγωδιών- ακρωτηρίασε ανεπανόρθωτα τον Ελληνισμό, εν τούτοις ακόμα και τότε δεν τον περιχαράκωσε στα στενά γεωγραφικά σύνορα ενός περιθωριακού ελλαδικού κράτους.

Ασφαλώς «ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα» -όπως κανοναρχεί κι ο ποιητής Ελύτης στα «Δημόσια και Ιδιωτικά» του- εξέλιπε αμετακλήτως. Το Αιγαίο έπαψε να συγκροτεί τον τόπο δόμησης ενός εναλλακτικού και διακριτού πολιτισμικού παραδείγματος, της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Οι αρχέγονες κοιτίδες της Ιωνίας, η δεξιά όχθη της ελληνικής λίμνης, έσβησαν και μαζί τους έσβησε και το αΐδιο ex oriente lux-το εξ Ανατολών φως. Η σπονδυλική στήλη του Ελληνισμού, η διαχρονική φυσική και μεταφυσική σταθερά του, μετετράπη βιαίως σε σύνορο και δη αμφισβητήσιμο. Σε μια πιθαμή γης στριμώχτηκαν ο μικρασιατικός, ο πολίτικος, ο ποντιακός, ο αιγυπτιώτης Ελληνισμός∙ ασφυκτιών στην πνιγηρή και νοσηρή ατμόσφαιρα εσωστρέφειας και μικροελλαδισμού ανάσαινε πότε-πότε μια στάλα αυτοκρατορικής οικουμενικότητας όταν οι ιδεολογικοί σταχανοβίτες της «Γενιάς του ‘30» αναβαπτιζόμενοι στα νάματα μιας παράδοσης με «αργόσυρτη διάρκεια» μετουσίωσαν την πρόκληση της απώλειας σε πνευματικώς αυτοδύναμη ταυτότητα.

Καίτοι ακρωτηριασμένος και αενάως συρρικνούμενος, εξαιτίας της αποτυχίας του ελλαδικού κράτους να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν αποστολή του της υπεράσπισης του έθνους, ο εναπομείνας σύνολος Ελληνισμός εξακολουθεί να εκτείνεται τουλάχιστον από τη Βόρειο Ήπειρο έως την Κύπρο. Δεν εξαντλείται στην Ελλάδα∙ η γλυκιά αίσθηση και ταυτοχρόνως το βαρύ χρέος –το εσαεί ανεξόφλητο- ότι υπάρχει «ένας κόσμος που μιλά ελληνικά, είναι ελληνικός». Για όσους μάλιστα η έννοια του Έθνους συγκροτεί έναν ιδεαλιστικό μεταφυσικό φάρο και ο πατριωτισμός δεν αποτελεί επικοινωνιακό άθυρμα αλλά ομολογία πίστεως και αφειδώλευτης εμπράκτως αγάπης προς μια υπερατομική οντότητα που συνοψίζει ιδανικά, σύμβολα και πόθους, «η νοητή γραμμή της συνείδησης μας εκτείνεται» όπως πολύ εύγλωττα έχει πει ο φίλος και δικηγόρος Φαήλος Κρανιδιώτης «από την Απειρρωτάν Χειμμάρα ως το ακρωτήρι του Αγίου Ανδρέα στην Καρπασία».

Τα τεκταινόμενα των τελευταίων εβδομάδων στην περιοχή της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), το εντεινόμενο και εν πολλοίς αστάθμητο διπλωματικό σκηνικό, το δεδομένο γεωπολιτικό δυναμικό και η προκλητική αποθράσυνση των βασιβουζούκων της Τουρκίας σκιαγραφούν το θέατρο των εξελίξεων το οποίο θα συνδιαμορφώσει αποφασιστικά τους συσχετισμούς δυνάμεων των επόμενων δεκαετιών του 21ου αιώνα.

Πολιορκητικός κριός διεκδίκησης των εθνικών μας συμφερόντων και θεματοφύλακας των εθνικών μας ιδεών στην ευρύτερη περιοχή τίθεται για έτι μια φορά ο Κυπριακός Ελληνισμός, έντιμος και συνεπής σημαιοφόρος του διαχρονικού εθνικού μετώπου. Αναντίρρητα ο Ελληνισμός της Κύπρου τα τελευταία εξήντα και πλέον χρόνια έχει αποδείξει ότι αποτελεί τον καλύτερο προασπιστή των εθνικών ιδανικών ποτίζοντας το δέντρο της Ελευθερίας με μπόλικο αίμα. Από τον ηρωικό ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959 και τον πόλεμο του 1974 έως τον Ισαάκ και τον Σολωμού και το «ΟΧΙ» στο σχέδιο Ανάν το 2004 με τον Τάσο Παπαδόπουλο. «Η πιο ατόφια Ρωμιοσύνη» κατά τον Γεώργιο Σεφέρη σε όλες τις μεγάλες στιγμές του Ελληνισμού, από την Μακεδονία μέχρι την Κρήτη, ήταν παρούσα γράφοντας ένδοξες ιστορικές σελίδες και πλουτίζοντας το μαρτυρικό εικονοστάσι του Έθνους.

Έχω γράψει πρόσφατα ότι το Κυπριακό ζήτημα με όλες του τις προεκτάσεις  είναι ο τρόπος κατανόησης του εαυτού μας, πώς δηλαδή αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, ως Έθνους, στην Ιστορία και τον κόσμο. Το Κυπριακό ιχνογραφεί την αντίληψη μας για τον όλον Ελληνισμό, ο οποίος διασταυρώνεται, χωρίς δίοδο αποφυγής, με τις εθνικές του προκλήσεις εγείροντας επιτακτικώς διλήμματα υπαρκτικού χαρακτήρα που θα καθορίσουν αναπόδραστα το πρόσωπο του τις επικείμενες δεκαετίες του 21ου αιώνα.

Από αυτό το «προκεχωρημένο φυλάκιο» στην Ανατολή, «απ’ όπου νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά», ο Ελληνισμός ίσως κληθεί να δώσει μια μεγάλης σπουδαιότητας μάχη. Η αφετηρία της μάχης αυτής ανάγεται στη χαίνουσα πληγή του 1922. Θα συνεχίσουμε «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» να παρακολουθούμε τη συρρίκνωση του Ελληνισμού ή θα σαλπίσουμε ελπιδοφόρο μήνυμα ανάτασης, αναδιάταξης και επανεκκίνησης όποτε και εφόσον χρειαστεί; Όσο αδιάφορη κι αν ηχεί, τώρα, σε καιρούς στείρου οικονομισμού και άγονου μνημονιακού περιβάλλοντος, αυτή η πρόκληση θα καθορίσει την επιβίωση μας, ως συλλογικού υποκειμένου, σε έναν κόσμο που αναδιατάσσεται, επαναπροσδιορίζει τις στρατηγικές και τους στόχους του και ακονίζει τα μαχαίρια του.

Χωρίς παρωχημένα και επικίνδυνα ένστικτα χρυσαυγίτικου αταβισμού που «θολώνουν» την διαύγεια επιλογών και αποφάσεων αλλά και χωρίς εθελόδουλη, φοβική και ενδοτική στάση που καλλιεργεί ηττοπάθεια και έλλειψη αυτοπεποίθησης οφείλουμε να υψώσουμε το ξίφος του Ελληνισμού, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όπως δήλωσε και η νέα ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Ο Ελληνισμός δομήθηκε διαχρονικά ως οντότητα αντιστασιακή και αγωνίστηκε για ένα και μόνο ιδανικό: την Ελευθερία του!

Facebook Comments