Τα αποτελέσματα των stress tests έδωσαν ανάσα τόσο στις ίδιες τις ελληνικές τράπεζες όσο και στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και τους Ευρωπαίους δανειστές. Το τέλος αυτού του κύκλου πίεσης αφαιρεί τον πονοκέφαλο από τους Ευρωπαίους σχετικά με τις πρόσφατες προειδοποιήσεις του ΔΝΤ (ότι δηλαδή οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται 10 δις. ευρώ ανακεφαλαιοποίηση) και μπορούν να συνεχίσουν να σχεδιάζουν το τέλος του ελληνικού προγράμματος. Επίσης, τα θετικά αποτελέσματα σημαίνουν ότι τα 20 δισ. ευρώ, που είχαν μπει στην άκρη για τη στήριξη του τραπεζικού τομέα, μπορούν τώρα να απελευθερωθούν για άλλους σκοπούς, με την ελληνική κυβέρνηση να μπορεί να χρησιμοποιήσει την «επιτυχία» της άσκησης ως ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την συνέχεια. Για τις ελληνικές τράπεζες όμως, δίνεται απλά χρόνος έτσι ώστε να προετοιμαστούν «κεφαλαιακά» για την συνέχεια.

Η άσκηση έδειξε ότι οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες δεν έχουν άμεση ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων και τα αποτελέσματα αυτά θα αποτελέσουν μέρος του ελέγχου (Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης-SREP) που διενεργούν στις τράπεζες οι εποπτικές αρχές, με την όποια απόφαση για ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης να αναμένεται να ληφθεί κατά περίπτωση, με βάση τα αποτελέσματα των tests αλλά και άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες,  όπως το προφίλ κινδύνου μιας τράπεζας, τα ευρήματα πιθανών επιθεωρήσεων (π.χ. επιτόπιες επιθεωρήσεις ή σχέδια βιωσιμότητας), τις ουσιώδεις αλλαγές που προέκυψαν μετά την καταληκτική ημερομηνία συμπερίληψης στοιχείων για τους σκοπούς της άσκησης και τα μέτρα που έλαβε στο μεταξύ η τράπεζα για τον περιορισμό των κινδύνων. Όπως ξεκαθάρισε η ΕΚΤ, η άσκηση έχει καίρια σημασία αλλά δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα βάσει του οποίου αξιολογούνται πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες.

Πέραν τούτου, εδώ και καιρό οι ξένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι τα stress tests δεν αποτελούν το μεγάλο πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες. Άλλωστε η επιτυχία του θεωρούνταν από πολλούς δεδομένη, ενώ είχε αποτιμηθεί απόλυτα στο ελληνικό Χρηματιστήριο μετά το ράλι του τραπεζικού κλάδου που ξεπέρασε το 30% τον Απρίλιο. Συγκεντρώσαμε τις πιο πρόσφατες εκθέσεις των ξένων οίκων για τις ελληνικές τράπεζες και «απομονώσαμε» τους προβληματισμούς προβάλουν. Σε γενικές γραμμές οι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι προκλήσεις στον κλάδο παραμένουν και επιμένουν – με πρώτη και κύρια την διαδικασία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων  – και θα χρειαστούν χρόνια πριν οι ελληνικές τράπεζες καταφέρουν να ανακάμψουν.

Όπως σημείωσε η Goldman Sachs σε πρόσφατη έκθεσή της, μετά την ολοκλήρωση των tests, η “εκκαθάριση” των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών και οι προοπτικές της Ελλάδας μετά την αναμενόμενη έξοδο από το πρόγραμμα του ESM είναι πιθανό να παραμείνουν στο προσκήνιο. Το απόθεμα των NPEs στην Ελλάδα (περίπου 100 δισ. ευρώ) αγγίζει το 50% των ακαθάριστων δανείων και είναι μεγαλύτερο από το 60% του ΑΕΠ με τους στόχους του  SSM να προβλέπουν μείωση κατά 30 δισ. ευρώ μέχρι το 2019. Η πρόοδος στο μέτωπο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και στις πωλήσεις NPLs είναι ενθαρρυντική, όπως σημειώνει, αλλά η επιτυχία στηρίζεται σε ένα υποστηρικτικό μακροοικονομικό και πολιτικό σκηνικό.

Όπως προειδοποίησε η Goldman Sachs, η ανάκαμψη του ελληνικού τραπεζικού κλάδου θα πάρει χρόνο. Αναμένει μόνο σταδιακή ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης και του ζητήματος της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων. Το 2017 ήταν ένα δύσκολο έτος για τις ελληνικές τράπεζες, όπως σημειώνεται, και χαρακτηρίστηκε από πιέσεις στα βασικά έσοδα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με το guidance να δείχνει προς περαιτέρω επιβαρύνσεις στα προ προβλέψεων έσοδα (PPI) το 2018.

Από την πλευρά της η HSBC εμφανίζεται ιδιαιτέρα επιφυλακτική σημειώνοντας ότι υπάρχουν ανησυχίες ότι ο υψηλότερος αντίκτυπος της επιβολής του νέου λογιστικού προτύπου IFRS9 και οι αυξημένες απαιτήσεις του SSM για τις προβλέψεις θα δημιουργήσουν σημαντικά εμπόδια στα κεφαλαιακά μαξιλάρια των τραπεζών, δηλαδή οι τράπεζες θα δυσκολευτούν πολύ περισσότερο από πριν για να κτίσουν επιπλέον κεφάλαια. Αν ληφθούν υπόψη τόσο η υψηλότερη επίδραση από το IFRS9 όσο και οι επιπλέον προβλέψεις κατά το 2017, το κόστος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αυξάνεται κατά 1 δισ. ευρώ ή κατά 14%.

Η αδύναμη κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών κάνει και την Citigroup να διατηρεί προσεκτική στάση στον κλάδο. Όπως επισημαίνει, στο μέτωπο της μείωσης των NPEs υπάρχει πρόοδος, ωστόσο  οι στόχοι ενέχουν μεγάλες προκλήσεις. Πέρυσι οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες πέτυχαν μείωση κατά € 8,6 δισ. των NPEs υπεραποδίδοντας των στόχων κατά 0,1-0,8 δισ. ευρώ. Το 2018-19 ωστόσο, οι διοικήσεις των τραπεζών πρέπει να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για να πετύχουν μείωση κατά € 12,9 δισ. και € 16,4 δισ. αντίστοιχα. Ο συνδυασμός αυξημένου κόστους κινδύνου που σημειώθηκε το  2017, ο κίνδυνος εκτέλεσης που σχετίζεται με τους πιο δύσκολους στόχους μείωσης των NPEs το 2018-19 και οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι αναγκάζουν την αμερικάνικη τράπεζα να είναι πιο επιφυλακτική  σε ό,τι αφορά τις προοπτικές των προβλέψεων των τραπεζών. Έτσι, μειώνει τις εκτιμήσεις της για την κερδοφορία των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών κατά 47% φέτος και κατά  29% το επόμενο έτος.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα παραμείνει προβληματικό, ακόμη και μέχρι το 2019, σημειώνει η BofA Merrill Lynch στην τελευταία της έκθεση. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αναμένεται φέτος να είναι ουσιαστικοί, ωστόσο, παρά τα πιθανά οφέλη, εκτιμά ότι αυτό  το κανάλι μείωσης των NPEs πιέζει τα κόστη περισσότερο προς το μέλλον και τα επόμενα χρόνια. Η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα ενδέχεται να είναι σε θέση να αναδιαρθρώσουν αρκετά “κακά” δάνεια κατά τα επόμενα χρόνια, διατηρώντας σε αξιοπρεπή επίπεδα την κάλυψη, αλλά Αlpha Βank και Πειραιώς ίσως δεν καταφέρουν να κάνουν το ίδιο.

Facebook Comments