Ο όρος διαπραγμάτευση, βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης για τα τελευταία έξι χρόνια καθώς έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί από την πλειονότητα των στελεχών του πολιτικού κόσμου ως τίτλος αλλά και ως πυρήνας ενός λογικοφανούς αφηγήματος.

Το εν λόγω αφήγημα σε όλες του τις χρωματικές παραλλαγές, από μαύρο έως βαθύ κόκκινο ενημερώνει τον ελληνικό λαό για το πώς θα απαλλαγεί από τα δεινά που υφίσταται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης ενώ ταυτόχρονα αποτελεί την κύρια πλατφόρμα αναζήτησης ψήφων διαμαρτυρίας σε κάθε είδους εκλογές.

Το δε περιεχόμενο του είναι απλοϊκό, σχεδόν στα όρια του λαϊκισμού ενώ κινείται σε δυο βασικούς άξονες σε νοητικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο.

Ο πρώτος επιρρίπτει τις συνολικές ευθύνες για την κατάντια της χώρας μας στους προηγούμενους κυβερνητικούς σχηματισμούς ,τα αντίπαλα κόμματα και τους δανειστές ενώ ο δεύτερος κομίζει στον λαό, υπερδόσεις ελπίδας με άπειρες υποσχέσεις και παροχολογίες.

Και ενώ το συγκεκριμένο αφήγημα λειτουργεί άψογα σε ψηφοθηρικό και επικοινωνιακό επίπεδο, όταν αναπόφευκτα έρχεται ο χρόνος της εφαρμογής του στην πράξη, αυτό καταρρέει παραδίδοντας τη θέση του σε ένα παρόμοιο αφήγημα κάποιου άλλου πολιτικού χώρου.

Αυτό συμβαίνει πρωτίστως γιατί το συγκεκριμένο αφήγημα έχει σε πρακτικούς όρους, όπως και η πλειονότητα των εγχώριων πολιτικών ηγετών, ελάχιστη σχέση με την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος , βλέπε μνημόνια και συμφωνίες, ότι η διαπραγμάτευση πολύ δε περισσότερο η σκληρή, αποτελεί απλά ένα φθηνό και τετριμμένο σλόγκαν στο επικοινωνιακό μείγμα συγκεκριμένων πολιτικών φορέων και κομμάτων.

Πρακτικά, η  πολυδιαφημιζόμενη διαπραγμάτευση δεν μπορεί από μόνη της να παράγει θετικά αποτελέσματα καθώς δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τεχνικό εργαλείο στο οπλοστάσιο της στρατηγικής.

Χρειάζεται να βασίζεται, όπως και πολλά άλλα εργαλεία, σε μια καλοσχεδιασμένη εθνική στρατηγική η οποία με τη σειρά της, οφείλει να εκπληρώσει επιτυχώς έναν μακροπρόθεσμο στόχο.

Μόνο αν γνωρίζει κάποιος εκ των πρότερων τον τελικό του προορισμό, έχει τις πιθανότητες κάποτε να φτάσει εκεί.

Η νέα συγκυβέρνηση που εναγωνίως ισχυρίζεται ότι διαπραγματεύεται με τους θεσμούς της τρόικα για τους τελευταίους τέσσερεις μήνες,  αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν έχει επιλέξει να εφαρμόσει καμία απολύτως στρατηγική ενώ δεν έχει ακόμα ή εσωκομματικά δεν μπορεί να επιδιώξει τον ζωτικής σημασίας για όλους μας, μακροπρόθεσμο στόχο. Με άλλα λόγια, ο τελικός προορισμός της νέας συγκυβέρνησης όχι μόνο δεν είναι γνωστός στο λαό αλλά ούτε και στους ίδιους τους κυβερνώντες.

Η παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή ένωση αποτελεί το κύριο ζητούμενο της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και αυτό ακριβώς οφείλει να αποτελεί την βασική επιδίωξη και τον στρατηγικό στόχο κάθε κυβερνητικού σχηματισμού.

Αυτό όμως, προϋποθέτει την τήρηση διεθνών κανόνων και την εκπλήρωση προσυμφωνημένων υποχρεώσεων προς την ευρωπαϊκή ένωση και τους δανειστές και σίγουρα τίποτα από τα δυο δεν συμπεριλαμβάνεται στο διαχρονικό αφήγημα.

Ο χρόνος τελειώνει ενώ το αφήγημα της σκληρής διαπραγμάτευσης των αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών δυνάμεων, ετοιμάζεται να εκπέσει σαν ώριμο φρούτο, παραχωρώντας τη θέση του σε κάποιο παρόμοιο.

Facebook Comments