Οι πανηγυρισμοί από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εξαγγελίες Ντράγκι για ενεργοποίηση της ευρωπαϊκής εκδοχής «Quantitative Easing», αποτελούν μία από τις πιο αξιοσημείωτες στιγμές της προεκλογικής εκστρατείας.

Δεν είναι απλώς ότι αυτοί οι πανηγυρισμοί παραβλέπουν πως η ποσοτική χαλάρωση -είτε στην αρχική εκδοχή της FED είτε σε αυτή της ΕΚΤ- προϋποθέτει, για τους σχεδιαστές της, τη λιτότητα, τις περικοπές μισθολογικού κόστους, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, προκειμένου να μπορέσει η αυξημένη ρευστότητα να οδηγήσει σε ένα κύκλο ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης, επενδύσεων. Κοινώς προϋποθέτει τον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» και όχι την αναίρεσή του, όπως «πανηγύρισε» ο ΣΥΡΙΖΑ μεθερμηνεύοντας κατά το δοκούν τα λεγόμενα του –κάθε άλλο παρά …αριστερού-  κου Μ. Ντράγκι.

Προκειμένου να παρουσιάσει το ποτήρι μισογεμάτο, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε με στόμφο στις δηλώσεις του Διοικητή της ΕΚΤ, παραβλέποντας ότι οι εξαγγελίες Ντράγκι ήταν σαφείς ως προς το ότι η ενεργοποίηση του μηχανισμού θα εξαρτάται από διαδικασίες αξιολόγησης. Και αυτό θα σημαίνει απαίτηση για εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών.

Αυτό ήταν εξαρχής το νόημα της διαπραγμάτευσης. Και αυτές οι πολιτικές, δυστυχώς, δεν θα είναι άλλες από τις διάφορες παραλλαγές της νεοφιλελεύθερης «εργαλειοθήκης» και της απαίτησης «εξορθολογισμού» της δημόσιας δαπάνης. Χρειάζονται πολλά ακροβατικά για να ερμηνευτούν οι δηλώσεις Ντράγκι ως «συμβατές» με το πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός αν…

Στην πραγματικότητα, και αυτό μπορεί να εξηγήσει τον εκνευρισμό του με κρότο εκπεσόντος Σαμαρά, η συζήτηση ανάμεσα στην ΕΕ-ΕΚΤ και την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αρχίσει. Ο ολοένα και μεγαλύτερος «ρεαλισμός» από την μεριά της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή απόπειρα προσέλκυσης συντηρητικών ψηφοφόρων. Είναι η επίγνωση ότι εντός του ασφυκτικού πλαισίου που διαμορφώνει ο συνδυασμός ανάμεσα στο χρέος και το πλαίσιο επιτήρησης, όπως αυτό διαμορφώνεται από το θεσμικό καθεστώς της ευρωζώνης και της ΕΕ, μικρά περιθώρια άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής υπάρχουν.

Άλλωστε, οι πρόσφατες εξαγγελίες του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η επιμονή στην αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και μόνο και όχι της συνολικής απώλειας των μισθών, οι δηλώσεις Σταθάκη για στήριξη των νοικοκυριών με εισόδημα μέχρι 900 ευρώ, οι προτάσεις του προσκείμενου στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ Ινστιτούτου Levy και της ερευνήτριας (και υποψηφίας επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ) κ. Ράνιας Αντωνοπούλου για δημιουργία θέσεων απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό, παραπέμπουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: οικοδόμηση ενός κοινωνικού «διχτιού ασφαλείας» με αποφυγή της διαλυτικής παρατεταμένης ανεργίας και εξασφάλιση της επιβίωσης των κατώτερων στρωμάτων, και σε αυτή τη βάση επιθετικές αναδιαρθρώσεις, με αξιοποίηση τόσο των «επενδύσεων» (καθόλου τυχαία και η σταδιακή αποφυγή δέσμευσης από τον κ. Τσίπρα για την αναίρεση μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων) όσο και της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας».

Ότι όλα αυτά, πιθανώς,  θα συνδυαστούν με την επιλεκτική τιμωρία ορισμένων εκδοχών ακραίας επιχειρηματικής παραβατικότητας ή την πολιτική – ή και ποινική – απαξίωση ενός τμήματος του προηγούμενου πολιτικού προσωπικού (ένα άλλο τμήμα φρόντισε νωρίς να ενσωματωθεί στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ), για να ικανοποιηθεί και μια διάθεση κοινωνικής εκδίκησης, δεν αναιρεί το γεγονός ότι όλα αυτά μικρή σχέση έχουν με ό,τι ιστορικά ορίστηκε ως αριστερή πολιτική.

Μόνο που το ιδιαίτερα πιεστικό ευρωπαϊκό περιβάλλον –και η καθόλου τρωθείσα ικανότητα εκβιασμού που διαθέτει– μπορεί να μην επιτρέψει ούτε καν μια τέτοια «φαουστική συμφωνία». Οι ευρωπαϊκές ελίτ μπορεί να θελήσουν να καταδείξουν την ικανότητά τους να επιβάλουν τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης πεπατημένης, δηλ. την επιβολή ανοιχτής πολιτικής λιτότητας από κυβέρνηση της Αριστεράς. Άλλωστε, αυτό μπορεί να είναι και ο σίγουρος δρόμος για την πλήρη αναίρεση της κοινωνικής διεκδικητικότητας που αναδύθηκε το 2010-12 και την επιστροφή στην κανονικότητα της εξατομίκευσης και του επιβιωτισμού όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Η εμπειρία δείχνει πως όταν η αριστερή πολιτική δεν αντιπροσωπεύει μια συνολική και τολμηρή «αλλαγή παραδείγματος», που στην περίπτωσή μας θα σήμαινε την ρήξη με τον εκβιασμό του χρέους και του ευρώ, τότε, όσα συνθήματα και εάν ακουστούν, αργά ή γρήγορα συμμορφώνεται με τις πεπατημένες που οι συστημικές δυνάμεις έχουν ήδη χαράξει. Η ιστορική εξέλιξη βασίζεται στην περιπλοκότητα, αλλά στις κρίσιμες στιγμές προτιμά τις καθαρές λύσεις. Σε πείσμα όσων θα ήθελαν να υπάρχουν εύκολες λύσεις, το πραγματικό δίλημμα είναι μνημόνια ή έξοδος από το ευρώ. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει…

Facebook Comments