Ο «Αίας» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο
Ο «Αίας» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο
Ο «Αίας» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο
Από τις πιο φορτισμένες πολιτικά, τραγωδίες της ελληνικής γραμματείας, και η αρχαιότερη από τις σωζόμενες του Σοφοκλή, ο «Αίαντας» διατηρεί ζωντανό τον ομηρικό απόηχο πάνω σε έναν προβληματισμό: πώς το πολεμικό-ηρωικό ιδεώδες δεν κάμπτεται από τον πολιτικό συμβιβασμό.
Ο μύθος του Αίαντα εκτυλίσσεται στην Τροία, έπειτα από τον θάνατο του Αχιλλέα. Ως ο δυνατότερος πολεμιστής, αξιώνει ν αποκτήσει τα όπλα του θανόντα. Όταν αυτά αποδίδονται στον Οδυσσέα, ο Αίας νιώθει ατιμασμένος∙ και δίχως το τεκμήριο του ηρωικού μεγαλείου, αυτοκτονεί.
«Τον χθεσινό ήρωα δεν τον χρειάζεται η νέα εποχή, πρέπει να τον ακυρώσει», παρατηρεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που επιστρέφει στην Επίδαυρο μέσα από τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη και με έναν εκλεκτό θίασο ηθοποιών (Νίκος Κουρής, Μαρία Πρωτόπαππα, Γιάννος Περλέγκας, Γιάννης Τσορτέκης, Ελένη Ουζουνίδου, Παντελής Δεντάκης κ.α.). «Το αρχαίο θέατρο ήταν και είναι βήμα δημοκρατίας. Και η Επίδαυρος, το ομορφότερο ανοιχτό θέατρο στον κόσμο, είναι το σύμβολό της. Γι αυτό και έχει ιδιαίτερο νόημα στη δύσκολη αυτή περίοδο για τη χώρα μας, το γεγονός ότι πραγματοποιείται το φεστιβάλ Επιδαύρου. Θα ήταν ήττα της Δημοκρατίας η ματαίωση των παραστάσεων σ αυτό το χώρο. Γι αυτό και καλώ τους θεατρόφιλους, να ψηφίσουν με την παρουσία τους “Ναι” στη δημιουργία, στο θέατρο, στην ομορφιά, στη ζωή, στη δημοκρατία» ανέφερε σε σημερινή συνέντευξη Τύπου ο Β. Θεοδωρόπουλος.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη η παράσταση προσπαθεί να κινηθεί ανάμεσα στην αφήγηση και την υπόκριση. «Με την παρουσία ενός ραψωδού που βγαίνει μέσα από το χορό, και με τη βοήθεια της μουσικής, θελήσαμε να φτιάξουμε μια παράσταση που να είναι ένα τραγούδι για τον Αίαντα, Για τον κάθε Αίαντα ως τις μέρες μας. Κι επειδή με ενδιαφέρει, ακόμα και ως υπόθεση εργασίας, να βρίσκω αναλογίες μέσα στο χρόνο, ακόμα και μέχρι την εποχή μας, η σκέψη μου στάθηκε στην Επανάσταση του 21. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ένας ήρωας από τις μεγαλύτερες μορφές του Αγώνα, ένιωσε στο πετσί του τον παραμερισμό του από τους πολιτικούς. Η νέα τάξη πραγμάτων δεν τον χρειαζόταν τον χτεσινό ήρωα, έπρεπε να τον ακυρώσει, αμαυρώνοντας το όνομά του και παίρνοντας τη ζωή του με τον πιο βίαιο τρόπο» εξηγεί ο Β. Θεοδωρόπουλος. τονίζοντας πως αυτές οι αναλογίες δεν δηλώνονται φωναχτά, ωστόσο επηρέασαν τη σκηνοθετική ματιά, τη μουσική και την αισθητική της παράστασης.
Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης, στον Αίαντα του Σοφοκλή συγκρούονται δύο κόσμοι: ο ηρωικός, με εκφραστή τον Αίαντα, και η νέα τάξη πραγμάτων, όπου κυριαρχεί η πολιτική, με εκφραστή τον Οδυσσέα. «Ο Αίας δεν είναι απλώς μια πολεμική μηχανή. Πέρα ακόμα και από σύμβολο ενός αξιακού συστήματος, αυτού που ονομάζουμε «ηρωικός κόσμος», είναι ένας αντάρτης που, προσδιορίζοντας μόνος του το «φυσικό του», ξεκαθαρίζει ότι «δεν είναι οφειλέτης στους θεούς για τίποτα». Κι αν λίγο αργότερα λέει ότι «πρέπει να υποχωρούμε στους θεούς», αυτό δεν είναι παρά στρατήγημα αναγκαίο για τη δραματική λειτουργία, αφού με τον λόγο της πλαστής μεταμέλειάς του μπορεί να ξεφύγει από τη φύλαξη των οικείων του. Ένας «ωραία μονάχος» είναι λοιπόν, όπως τον αποκαλεί ο Παντελής Μπουκάλας στο ομώνυμο ποίημά του «Αίας», που ακούγεται στην παράσταση» προσθέτει.
Η μουσική της παράστασης – την οποία επιμελείται ο Νίκος Κυπουργός – επιχειρεί να ανιχνεύσει τα όρια μεταξύ απαγγελίας και τραγουδιού. «Με τον Β. Θεοδωρόπουλο νιώσαμε εξαρχής την ανάγκη για έναν ραψωδό, που με λόγο και τραγούδι δίνει σχήμα και μορφή στην αφήγηση του έργου, μαζί με τον Χορό. Οι ηθοποιοί του Χορού αλλά και οι βασικοί χαρακτήρες, χρησιμοποιούν τη μουσική, άλλοτε ως αφετηρία του λόγου τους, άλλοτε ως πλαίσιο μέσα στο οποίο τον εντάσσουν. Έτσι, ο λόγος μπορεί να απορρέει από τη συγχορδία ενός λαούτου, ή από μια νότα στα πνευστά, αλλά και αντιστρόφως μπορεί εκείνος να γεννήσει τη μουσική. Στόχος είναι η μετάβαση να γίνεται ομαλά και φυσικά, όπως την συναντούμε στην τέχνη του αρχέγονου παραμυθά, ραψωδού ή τροβαδούρου» αναφέρει ο συνθέτης.
Στoν «Αίαντα», οι περισσότεροι ηθοποιοί, όχι μόνο τραγουδούν αλλά και παίζουν κάποιο όργανο, νυκτό, πνευστό ή κρουστό. Έτσι, κατά τον Ν. Κυπουργό, τα τρία λαούτα που συνοδεύουν την αφήγηση-τραγούδι, σαν σε μια μπαλάντα, πλαισιώνονται από μια μικρή μπάντα πνευστών, η οποία αποδείχτηκε ιδανική για μια παράλληλη μουσική εξέλιξη του έργου και ικανή να συγκεράσει τον βαλκανικό ήχο των χάλκινων με τον βυζαντινό ψαλμό και την κρητική μουσική παράδοση. «Κοινή μας επιθυμία με τον σκηνοθέτη, ήταν να μην χρησιμοποιήσουμε τεχνική ενίσχυση των οργάνων αλλά να εκμεταλλευτούμε την ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου, που είναι το ιδανικότερο φυσικό ηχείο» παραδέχεται ο συνθέτης.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελείται η Ελένη Μανωλοπούλου, τις χορογραφίες η Αγγελική Στελλάτου και τους φωτισμούς ο Σάκης Μπιρμπίλης. Μετά την Επίδαυρο η παράσταση θα πραγματοποιήσει μικρή περιοδεία σε θέατρα της Αττικής.
Facebook Comments