Απρόθυμες οι εταιρείες να επενδύσουν τα €6,7 τρις μετρητών που κατέχουν
Απρόθυμες οι εταιρείες να επενδύσουν τα 6,7 τρις μετρητών που κατέχουν
Απρόθυμες οι εταιρείες να επενδύσουν τα 6,7 τρις μετρητών που κατέχουν
Αυτό είναι κάτι ανάλογο και με την προτίμηση που δείχνουν οι επενδυτές για τις μετοχές και τα ομόλογα έναντι τίτλων των οποίων η απόδοση είναι συνδεδεμένη με τις μελλοντικές οικονομικές επιδόσεις, κάτι που δείχνει επίσης ότι αναμένεται η παγκόσμια οικονομία να παραμείνει εξαρτώμενη από την υποστήριξη των κεντρικών τραπεζών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Thomson Reuters, οι εταιρείες σε όλο τον κόσμο κατέχουν αυτή τη στιγμή 6,7 τρις δολάρια σε μετρητά στους ισολογισμούς τους, περισσότερο από το διπλάσιο του ποσού πριν από μια δεκαετία. Οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές εταιρείες κατέχουν περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου αυτού.
Αυτά τα μετρητά – τα οποία ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Mark Carney έχει αποκαλέσει «νεκρό χρήμα» – επιστρέφουν στην αγορά με τη μορφή της επαναγοράς μετοχών ή των πληρωμών μερισμάτων, και όχι ως κεφαλαιακές δαπάνες ή συγχωνεύσεις και εξαγορές.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η επαναγορά μετοχών εκτοξεύθηκε στα 168 δισ. δολάρια κατά το πρώτο τρίμηνο, από 100 δισ. δολάρια κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2012, σύμφωνα με την JP Morgan.
Η αξία των επαναγορών στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2013, είναι 50% υψηλότερη από ό, τι πριν από ένα χρόνο, με τις εκτιμήσεις για το σύνολο του έτους να τοποθετούνται στα 590 δισ. δολάρια.
Στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, οι επαναγορές και οι πληρωμές μερισμάτων θα ευχαριστήσουν σίγουρα τους επενδυτές, σε έναν κόσμο χαμηλών αποδόσεων, καταπιεσμένων από το τύπωμα χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.
Αλλά υπάρχει ένα μειονέκτημα.
Αυτό που οι εταιρείες προσπαθούν να κάνουν είναι να κρατήσουν τα κέρδη όσο το δυνατόν υψηλότερα, μειώνοντας το κόστος, και να αυξήσουν τα κέρδη με την επιστροφή μετρητών στους μετόχους. Αυτό μπορεί να βοηθήσει για κάποιο χρονικό διάστημα, μπορεί να αυξήσει τα κέρδη για 1-2 χρόνια, αλλά δεν θα είναι ένα όπλο και για το μακροπρόθεσμο διάστημα, τονίζει ο Philipp Bartschi, πρόεδρος της επιτροπής επενδύσεων της Bank Sarasin.
Αν κανείς δεν επενδύει, η παραγωγικότητα επιβραδύνεται και αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ετιαρείες επιβραδύνουν την αύξηση των κερδών τους σε μεσοπρόθεσμη βάση, όπως προσθέτει.
Οι κεφαλαιακές δαπάνες άργησαν να ανακάμψουν μετά την οικονομική κρίση του 2008 και την ύφεση που ακολούθησε σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με την Bank of America Merrill Lynch, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν μειωθεί στο 13% στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 17% το 2007 και 18% στην Ευρώπη από 23%. Σε απόλυτους όρους, οι ευρωπαϊκές κεφαλαιουχικές δαπάνες είναι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1999.
Πολιτικά εμπόδια εμποδίζουν ήδη τις επενδύσεις για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, οι οποίες είναι και οι μεγάλοι συσσωρευτές μετρητών στην Ευρώπη. Οι επενδύσεις από εταιρείες του κλάδου της ενέργειας ή των πρώτων υλών, είναι πιο πιθανό να λάβουν χώρα στις αναδυόμενες οικονομίες, και όχι σε αυτές του ανεπτυγμένου κόσμου που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ανάγκη για μία ώθηση.
Υπάρχει μία διαρκής λιτότητα, πίεση στις ταμειακές ροές και βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης. Δεδομένης αυτής οι εταιρείες είναι πιθανόν να παραμείνουν προσεκτικές με τις δαπάνες κεφαλαίου, όπως τονίζει ο Gareth Williams, οικονομολόγος της Standard & Poors. Η επιστροφή μετρητών στους μετόχους είναι μια πιο εύκολη επιλογή, επειδή κρατά τους επενδυτές ευτυχισμένους και δεν χρειάζεται να δικαιολογούν τους κινδύνους της επένδυσης, όπως προσθέτει.
Πολλές εταιρείες βγήκαν από την οικονομική κρίση με τη μείωση του κόστους, την καθυστέρηση των επενδύσεων και την επισκευή των ισολογισμών τους, και μερικές διαθέτουν σήμερα καλύτερη πιστοληπτική ικανότητα από τις χώρες προέλευσής τους. Η επιστροφή μετρητών στους μετόχους δεν θεωρείται φυσικά «επικίνδυνη», αλλά σίγουρα δεν δείχνει ότι οι επιχειρήσεις αρχίζουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη και την οικονομία.
Αυτό που είναι πλέον ξεκάθαρο είναι πως η ισχυρή ιστορική σχέση μεταξύ των επενδύσεων και των εταιρικών κερδών, έχει σπάσει, Μεταξύ του 1929 και του 1986, τα επενδυτικά κεφάλαια και τα κέρδη είχαν μια συσχέτιση της τάξης του 0,75. Μεταξύ του 1987 και του 1999, αυτή υποχώρησε στο 0,43, αλλά τα τελευταία 12 χρόνια η σχέση έχει αντιστραφεί εντελώς, στο -0,48, σύμφωνα με στοιχεία της GMO.
Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες αύξησαν τα κέρδη τους ενώ οι επενδύσεις τους έχει μειωθεί – σε μεγάλο βαθμό λόγω των υψηλότερων κυβερνητικών δαπανών για την στήρίξη της οικονομίας σε μια εποχή που τα νοικοκυριά, μια άλλη μηχανή για τα κέρδη, είναι σε απομόχλευση.
Αλλά καθώς οι κυβερνήσεις σφίγγουν το ζωνάρι τους, η κεροδοφορία θα υποφέρει, κάτι που θα μπορούσε να ωθήσει τις επιχειρήσεις να επιστρέψουν τις επενδύσεις.
«Οι εταιρείες βγάζουν πολλά χρήματα – η κεροδοφορία παγκοσμίως είναι ελάχιστα μακριά από τα ιστορικά υψηλά σε σχέση με το ΑΕΠ – αλλά επενδύουν λιγότερο από ό, τι οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τη Μεγάλη Ύφεση», υπογραμμίζει ο Ben Inker, επικεφαλής της GMO.
Facebook Comments