Μερικές φορές, ακούγοντας τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του, ειδικά τo τελευταίο διάστημα, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μια χώρα, όπου οι κάνουλες των χρηματικών ροών έχουν ανοίξει διάπλατα και πως, ακόμα κι αν καταφέρνεις να επιβιώνεις αξιοπρεπώς, είναι βέβαιο πως υπάρχει για σένα εκεί έξω κάποιο προνοιακό επίδομα, προκειμένου να αυξήσεις κατά τι το εισόδημά σου.

Ακούγεται επικριτικό. Είναι, άραγε, ορθό, να κατακρίνει κάποιος την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης, όταν γνωρίζει ότι τουλάχιστον η πλειοψηφία των τελικών αποδεκτών είναι σίγουρα πολίτες μη προνομιούχοι; Είναι. Και δεν είναι απλά ορθό, είναι επιβεβλημένο. Ειδικά όταν η εν λόγω «πολιτική» δεν έχει τα απαιτούμενα αποτελέσματα. Κι απλώς συντηρεί μία κατάσταση πρόσκαιρου κομματικού οφέλους.

Ακούγεται λογικό, σε ένα κράτος μαστιζόμενο από την οικονομική κρίση, περίπου οι μισές κρατικές δαπάνες να κατευθύνονται στις λεγόμενες «κοινωνικές μεταβιβάσεις». Από τα περίπου 90 δις ευρώ που δαπανά ετησίως το κράτος συνολικά, τα 48 πηγαίνουν σε συντάξεις, υγεία και επιδόματα. Λογικό. Όπως είναι λογικό αυτό το ποσό να αποτελεί το 27% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 21%, στη Γερμανία είναι 25,3% και στην Αγγλία 21,5%. Δεν νομίζω ότι η κριτική πρέπει να εστιάζει στο σημείο αυτό. Το Κράτος οφείλει να μεριμνά για τους μη προνομιούχους πολίτες του.

Το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα νοικοκυριά που καταφεύγουν στα κρατικά επιδόματα είναι ολοένα και περισσότερα. Και είναι επίσης στο γεγονός πως, ακόμα κι αν αυτό το ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο από (πολλές) άλλες χώρες, η Ελλάδα παραμένει στον πάτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με τους δείκτες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Καταφέρνει να ξεπεράσει μετά βίας μόνο τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί κάποιου είδους μομφή για τους γείτονες.

Ποιο είναι συνεπώς το συμπέρασμα; Η χώρα μας δαπανά ολοένα και περισσότερα χρήματα για να μην περάσουν οι συμπολίτες μας το κατώφλι της φτώχειας. Εκείνο, όμως, που καταφέρνει είναι να συντηρεί τους υπάρχοντες κάτω από τα όρια αυτά και να σπρώχνει κι άλλους στη μάστιγα. Τι φταίει άραγε;

Μία λογική που έχουν υιοθετήσει αρκετά κράτη ανά τον κόσμο, προτάσσει την επιδότηση της εργασίας και όχι της ανεργίας, όταν κάποιος χάνει τη δουλειά του. Δηλαδή, το κράτος πληρώνει κάποιον που απολύθηκε, ώστε αυτός να εργάζεται αλλού, και όχι αυτόν που απολύθηκε και δεν δουλεύει. Φαντάζει παράταιρο με το θέμα που αναλύουμε κι όμως περικλείει τον πυρήνα του προβλήματος. Ένα πρόβλημα που η παρούσα κυβέρνηση, όχι απλά επεξέτεινε, αλλά κατέστησε ιερό τοτέμ στη συνείδηση του κόσμου: Θα αφαιμάξω τις επιχειρήσεις, τους ελεύθερους επαγγελματίες, θα περικόψω άγρια συντάξεις, θα διατηρήσω τον κατώτατο μισθό στα τάρταρα, αλλά, στο τέλος του χρόνου, θα έχω ένα τόσο ισχυρό κομπόδεμα, που θα μπορώ να μοιράσω περίπου 483 ευρώ επίδομα ανά δικαιούμενο νοικοκυριό – 1,5 εκατομμύριο νοικοκυριά… 6 εκατομμύρια Έλληνες…

Αυτό σίγουρα δημιουργεί μία πρόσκαιρη ευφορία. Οι ένστολοι, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι άποροι αυτού του τόπου, θα πάρουν μία μεγάλη ανάσα. Θα μπορέσουν να καλύψουν μία ανάγκη. Πρόσκαιρα. Μετά όμως; Μετά θα επιστρέψουν κοντά στη γλώσσα του τέρατος της φτώχειας, αναμένοντας με καρτερία το επόμενο φιλοδώρημα.

Δεν γίνεται έτσι πολιτική αποτροπής της φτώχειας, κύριοι. Χίλιες φορές να στερήσεις ένα επίδομα από έναν άνεργο, εάν μπορέσεις να δώσεις αυτά τα χρήματα σε προγράμματα απασχόλησης. Χίλιες φορές να στερήσεις ένα επίδομα από έναν συνταξιούχο, εάν με αυτά τα λεφτά βάλεις τις βάσεις ώστε η σύνταξή του να είναι αξιοπρεπής μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Χίλιες φορές η ανάπτυξη της δουλειάς, παρά το πισωγύρισμα του επιδόματος.

Ακούει κανείς, άραγε; Κανείς μάλλον. Ασχολούνται με την «προκήρυξη» για την πρόσληψη 10.000 δημοσίων υπαλλήλων. Από τον επιδοτούμενο κομματικό στρατό, ήρθε η ώρα των μισθοφόρων.

Facebook Comments