Οι 16 μεταμνημονιακές μεταρρυθμίσεις της 1ης αξιολόγησης σε καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας που πρέπει να γίνουν έως το τέλος Δεκεμβρίου δεν έχει ολοκληρωθεί καμία.  Σύμφωνα με την έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, οι 16 αυτές ειδικές μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις  που καλύπτουν και τους έξι τομείς πολιτικής και αποφασίστηκαν στο Eurogroup “προχωρούν, αλλά καμία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί”. 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε σήμερα ότι ενέκρινε την πρώτη έκθεση στο πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα, το οποίο θεσπίστηκε κατόπιν ολοκλήρωσης του προγράμματος στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας στις 20 Αυγούστου 2018.

Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο προϋπολογισμού που υπέβαλε η Ελλάδα για το 2019 «εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με τη δέσμευσή της να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ».

Στη συνέχεια η Κομισιόν βγάζει κίτρινη κάρτα. «Η πρόοδος όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς είναι μέτρια και οι αρχές θα πρέπει να επισπεύσουν την υλοποίησή τους για να επιτευχθούν οι στόχοι τους», τονίζει πιστοποιώντας πως «η ενεργοποίηση των μέτρων για το χρέος, η οποία θα εξαρτάται από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, και συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της σημαντικής δέσμης μέτρων για το χρέος κατά τη συνεδρίαση της Ευρωομάδας της 22ας Ιουνίου 2018, θα εξαρτηθεί από τη θετική αξιολόγηση στη δεύτερη έκθεση που θα συνταχθεί βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας». Η έκθεση αυτή θα δημοσιευθεί τον Φεβρουάριο.

Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η χώρα έχει αναλάβει δεσμεύσεις σε κρίσιμες δομικές μεταρρυθμίσεις που καλύπτουν έξι τομείς και επ’ αυτών υπάρχουν προθεσμίες έως τα μέσα του 2022: α) δημοσιονομικές και δημοσιονομικές-δομικές πολιτικές, β) κοινωνική πρόνοια, γ) χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δ) αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ε) ιδιωτικοποιήσεις, στ) εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης.

Στη σκιά της συζήτησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού, οι Βρυξέλλες τονίζουν ότι είναι «κρίσιμο» οι κοινωνικοί εταίροι και οι ελληνικές αρχές να κρατήσουν τις κινήσεις τους σε ό,τι αφορά τους μισθούς ευθυγραμμισμένες με αυτές στην παραγωγικότητα, ώστε να προστατεύσουν τα κέρδη σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα της απασχόλησης, τα οποία επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων.

Η έκθεση αναγνωρίζει ότι παρά την πρόοδο, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παραμένουν σφιχτές και μπορούν να εμποδίσουν την ανάκαμψη. Τα spread παρέμειναν υψηλά «εξαιτίας του δύσκολου εξωτερικού περιβάλλοντος και εγχώριων αδυναμιών». Αυτό το πλαίσιο θέτει ιδιαίτερες προκλήσεις για τον ιδιωτικό τομέα. Συνολικά η ισορροπία σε ό,τι αφορά τα μακροοικονομικά ρίσκα γέρνει προς το αρνητική (downside), και αυτό συνδέεται με τις δυνητικές εγχώριες πολιτικές αστοχίες και μια αδύναμη ικανότητα εφαρμογής του τραπεζικού τομέα, όπως επίσης μια αρνητική εξωτερική εξέλιξη, περιλαμβανομένης της επιβράδυνσης στο παγκόσμιο εμπόριο.

Οι συντάξεις

Στην έκθεση δίνεται πράσινο φως για τη μη περικοπή των συντάξεων καθώς χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι «η εφαρμογή του προνομοθετημένου μέτρου της περικοπής των συντάξεων δεν χρειάζεται, ούτε για να πιαστεί ούτε για να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.

Εκτιμάται ότι το πάγωμα των συντάξεων έως το 2022 προβλέπεται να οδηγήσει σε ίδιο επίπεδο δαπανών για συντάξεις ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που θα είχε η πλήρης εφαρμογή της περικοπής. Αν εφαρμοστούν πλήρως οι μεταρρυθμίσεις του 2015-16, οι δαπάνες αναμένεται να περιοριστούν από το 17% του ΑΕΠ το 2016 στον μέσο όρο της ευρωζώνης (13%) έως το 2027.

Επιπρόσθετα δε, σημειώνεται ότι η μείωση που θα έφτανε στο 14% κατά μέσο όρο για 1,4 εκατ. δικαιούχους θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση των ανθρώπων που θα βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας.

Facebook Comments