Στη παράδοση των μοναχών στο Θιβέτ, είναι διαδεδομένη μία ενδιαφέρουσα παραβολή.

Ήταν, λέει, ένας μοναχός ηγούμενος σε ένα πολύ ξακουστό μοναστήρι του Θιβέτ. Πολλοί πιστοί επιθυμούσαν να ενταχθούν στους κόλπους του, όμως οι κενές θέσεις ελάχιστες.
Για το λόγο αυτό, ο ηγούμενος αποφάσισε να δεχθεί μόνο όσους περάσουν επιτυχώς μία δύσκολη δοκιμασία.

Εμφανιζόταν ο κάθε υποψήφιος μπροστά στον μοναχό. Εκείνος κρατώντας ένα ραβδί τού έλεγε:
«Θα γίνεις δεκτός εφόσον μου απαντήσεις σωστά σε ένα ερώτημα: Τι είναι αυτό που κρατώ”.
– Εάν μου απαντήσεις ότι είναι ραβδί, θα το εκλαμβάνω ως λάθος και θα σου ρίχνω ένα δυνατό ράβδισμα.
– Εάν μου απαντήσεις ότι δεν είναι ραβδί αλλά κάτι άλλο, θα το εκλαμβάνω και πάλι ως λάθος οπότε θα σου δίνω επίσης ένα δυνατό ράβδισμα.
– Εάν, πάλι, δεν μου απαντήσεις τίποτα, θα σου ρίχνω ένα δυνατό ράβδισμα επειδή αποφεύγεις να αναλάβεις την ευθύνη μίας απάντησης.»

Στο άκουσμα της δοκιμασίας, όλοι έμεναν σαστισμένοι. Πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν πλήρως την αμηχανία τους και, μιας και δεν εύρισκαν κάποια απάντηση να δώσουν, δέχονταν το πρώτο τσουχτερό ράβδισμα στα πόδια. Μετά από πολύ λίγο και για όσο δεν έδιναν τη σωστή απάντηση, άλλο ένα, και μετά άλλο ένα, κτλ. Μέχρι που το έβαζαν όλοι στα πόδια.

(Η ενδιαφέρουσα συνέχεια τής παραβολής θα δοθεί στο τέλος, για σημειολογικούς λόγους). 

Η φαύλη συνταγή τής εξαπάτησης

Μία κλασσική συνταγή των πολιτικάντηδων είναι να οδηγούν με ιδιοτελή πονηριά τα πράγματα σε ένα τέτοιο σημείο ώστε να τοποθετηθούν τον πολίτη μπροστά σε ένα φαύλο δίλημμα. 
Το δίλημμα αυτό είναι πάντοτε κατασκευασμένο∙ δηλαδή, ψεύτικο. Δεν θα υπήρχε ποτέ από μόνο του, εάν οι ίδιοι δεν φρόντιζαν επιμελώς να κατασκευάσουν μία τετελεσμένη πραγματικότητα ώστε αυτό να καταλήγει σαν να είναι επιβεβλημένο από τη νομοτέλεια και, κυρίως, να *δείχνει* ότι δήθεν ήταν αναπόφευκτο.

Η ζωή είναι ένα πεδίο αμέτρητων πολυποίκιλων παραγόντων. Δεν διαβάζεται ποτέ ως μαύρο-άσπρο. Όταν έχεις μπροστά σου ένα σύνθετο πρόβλημα με πολλές παραμέτρους, ρίσκα και διακυβεύματα, οι δρόμοι ως προς τον τρόπο αντιμετώπισής του είναι πολλοί. Προτάγματα, προτεραιότητες, ποιοτικά χαρακτηριστικά στοχεύσεων, στρατηγική ή τυχοδιωκτική αντιμετώπιση, κοντοί ή μακρόπνοοι χρονικοί ορίζοντες, κλπ., είναι μερικές μόνο από τις κυριολεκτικά αμέτρητες παραμέτρους που καθορίζουν τις -εξίσου- πολυάριθμες επιλογές στάσης έναντι των προβλημάτων. Συνεπώς, οι δρόμοι που ανοίγονται είναι πάρα πολλοί, πολλαπλών πάντα αποχρώσεων. Η βίαιη και ωφελιμιστική απλοποίησή τους σε μία μόνη επιλογή «μαύρο ή άσπρο» είναι παραποίηση τής πραγματικότητας.

Τι κάνουν όμως οι χυδαίοι πολιτικάντηδες και, πώς το επιτυγχάνουν;

Επιλέγουν εκ των προτέρων τη κατεύθυνση που εξυπηρετεί ιδιοτελώς τους ιδίους. Κατά τη περίοδο που οι δρόμοι είναι ακόμα ανοιχτοί για πολλαπλές στρατηγικές και επιλογές, δεν φέρνουν το θέμα στο πολιτικό προσκήνιο ώστε να μην υπάρξει δυνατότητα άλλος παράγοντας να επηρεάσει με θεσμικό τρόπο τις εξελίξεις. Την ίδια ώρα, εκείνοι, μεθοδεύουν τον αποκλεισμό των υπολοίπων επιλογών. Όταν όλοι οι υπόλοιποι δρόμοι έχουν πια πρακτικά κλείσει, τότε «θυμούνται» τη θεσμική οδό και ξεφουρνίζουν το δίλημμα στη κοινωνία: 
«Τα πράγματα είναι έτσι. Οι δρόμοι είναι δύο. Ή θα πάμε προς αυτόν το δρόμο όπου έχει χώρο να βαδίσουμε, ή, διαφορετικά, μας απομένει η άλλη κατεύθυνση που είναι γκρεμός. Η κυβέρνησή μας, με αίσθημα ευθύνης και μπλα μπλα μπλα κουραφέξαλα, κατάφερε να διασφαλίσει δρόμο διεξόδου η οποία μάλιστα είναι και η πιο πρόσφορη για το καλό μας, μπλα μπλα μπλα . Δοξάστε μας λοιπόν, δοξάστε μας.» 

Τη δυνατότητα να μπορούν να ορίζουν κατά έναν τόσο αθέμιτο τρόπο τα πράγματα, τους τη δίνει η θεσμική θέση που κατέχουν και οι εξουσίες που απορρέουν από αυτή. Το ότι τη θεσμική θέση την κατέχουν όντες εκλεγμένοι ως αντιπρόσωποι είναι αυτό που καθιστά την ανήθικη αυτή πρακτική πολλαπλώς κατάπτυστη.

Αυτή είναι η τακτική τους. Ο σύριζα πήρε το Μακεδονικό ζήτημα στα χέρια του και, επικουρούμενος από τις, απάτριδος ηθικής, ιδεοληψίες του, έκαψε όλες τις άλλες επιλογές εγκλωβίζοντας την Ελλάδα σε έναν μονόδρομο που οι κομματοκράτες του επέλεξαν. Και το πραγματοποίησαν έχοντας απόλυτη γνώση του τι αληθινά έπρατταν.

Η συνέχεια τής Θιβετιανής παραβολής:

Μια μέρα εμφανίζεται μπροστά στον ηγούμενο ένας ακόμα νέος άνδρας. Στο άκουσμα του ερωτήματος κοντοστάθηκε λίγο, συνοφρυώθηκε και μόλις ο μοναχός ετοιμαζόταν να του ρίξει το πρώτο ράβδισμα, εκείνος τού αρπάζει το ραβδί από τα χέρια, δίνει μια “βιτσιά” στα πόδια του μοναχού, ενώ μετά το σπάει σε δύο κομμάτια και το πετάει παραπέρα, λέγοντας θυμωμένα:

«Και ποιος είσαι εσύ που επιχειρείς να με κάνεις υποχρεωτικά θύμα σου και να με εξευτελίσεις, βάζοντάς μου ένα ψεύτικο και ανέντιμο δίλημμα; Ένα δίλημμα στο οποίο σε κάθε περίπτωση θα βγαίνω χαμένος, θεωρώντας μάλιστα ότι θα ανεχτώ κάτι τέτοιο αδιαμαρτύρητα;»

«Νέε μου, έδωσες τη μόνη σωστή απάντηση. Καλωσόρισες στο μοναστήρι μας…»

Τι μας διδάσκει η παραβολή;

Ότι δεν υπάρχει καμία αξία αρχή ή θεσμός που να παρέχει ηθική νομιμοποίηση στον οποιονδήποτε πολιτικάντη να σε εγκλωβίσει, σκοπίμως, σε ένα κατασκευασμένο δίλημμα υποχρεώνοντάς σε να ακολουθήσεις τις «lose-lose» επιταγές του.

Η εξέλιξη του εθνικού ζητήματος τής Μακεδονίας, όπως την εγκλώβισαν έτσι φαύλα οι αναίσχυντοι, οι Τσίπρας και τα κουτσαβάκια του, ήταν προϊόν ηθελημένης οπορτουνιστικής τακτικής με σκοπό να ωφεληθούν οι ίδιοι πολιτικά. Καρφί δεν τους καίγεται για το εθνικό μέλλον και τις όποιες εθνικές συνέπειες σε ορίζοντα πέραν τής δικής τους πολιτικής επιβίωσης.

Το Μακεδονικό, ακόμα και στην πιο συμφέρουσα για εμάς λύση, απαιτούσε σίγουρα συμβιβασμούς. Οι άνευ επιχειρηματολογίας εθνικές κορώνες που ακούγονται δεξιά και αριστερά δεν εκφράζουν τη λογική μου. Τις θεωρώ επιπόλαιους υπερσυναισθηματισμούς. Η τεράστια διαφορά όμως είναι ότι εδώ δεν έγινε κανένας συμβιβασμός, αλλά απλώς δώθηκαν απλόχερα τα πάντα χωρίς ούτε ίχνος θετικού για τη χώρα ανταλλάγματος.

Όσοι αναγνωρίζουν μεν την ατιμία της κυβέρνησης αλλά επιλέγουν να κάνουν τα στραβά μάτια προκειμένου «να πάμε παρακάτω με το Μακεδονικό», κάνουν ένα ολέθριο λάθος: Αποδέχονται να τους ραπίζει ο μοναχός εν ονόματι κάποιας θολής από μέρους τους στάσης ανωτερότητας, η οποία όμως δεν αποδεικνύεται ότι εξασφαλίζει κάποιο όφελος.

Παρότι στο πνεύμα τής παραβολής, ο μοναχός δεν θα ράβδιζε ποτέ ασταμάτητα τους υποψήφιους που υποκύπτουν στο φαύλο δίλημμα, ενώ μετά από μερικούς ραβδισμούς θα σταματούσε και απλώς να φώναζε «next», στη πραγματική ζωή τα πράγματα είναι διαφορετικά: Εφόσον αποδέχεσαι τον φαύλο να σε “ραβδίζει”, η φαυλότητά του αποθρασύνεται και, τότε, θα σου ετοιμάσει πολλές άλλες αντίστοιχες εκπλήξεις για μετά.

Ο Τσίπρας και οι λιγούρηδες βουλευτές του *έκαψαν* το Μακεδονικό. Έκαψαν τις εν δυνάμει δυνατότητες για μία λύση του αληθινά συμφέρουσα για την Ελλάδα. Λύση όχι τέλεια μεν, μιας και είναι πολύ αργά πια, αλλά μία λύση με ωφέλειες που θα αντισταθμίζουν τους συμβιβασμούς. Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων η ατμόσφαιρα δεν σηκώνει ΠοντιοΠιλατισμούς τού τύπου: «Ε, ό,τι και να κάνουμε τώρα, η υπόθεση πια χάθηκε. Δεν έχει νόημα πια να ασχοληθούμε».

Χάθηκε – ξεχάθηκε, υπάρχει και κάτι που ονομάζεται «Συλλογική Αξιοπρέπεια». Καθώς επίσης η έννοια του πολιτικού παραδειγματισμού.

Αρπάζουμε λοιπόν το ραβδί από τα μαύρα χέρια των Τσιπραίων, και με έναν δυναμικό ραβδισμό στα πόδια τους λέμε: «Έξω από εδώ, αχρείοι!”

“Όξωωω…”,
όπως θα το έλεγε εμφατικά ο αείμνηστος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.

Facebook Comments