Ψηφοφόρε, quo vadis?
«Κανένας δεν είχε αυταπάτες στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ» ισχυρίστηκε ο Βαρουφάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Ρ/Σ Θέμα. Ούτε οι ψηφοφόροι είχαν
«Κανένας δεν είχε αυταπάτες στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ» ισχυρίστηκε ο Βαρουφάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Ρ/Σ Θέμα. Ούτε οι ψηφοφόροι είχαν
«Κανένας δεν είχε αυταπάτες στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ» ισχυρίστηκε ο Βαρουφάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Ρ/Σ Θέμα. Ούτε οι ψηφοφόροι είχαν. Ποιος δε θυμάται τις απεργίες των προηγούμενων δεκαετιών, τότε που έπεφτε μαύρο σε όλη την Ελλάδα, τραβούσαν οι εξετάσεις μέχρι τον Ιούλιο και έκλειναν τα λιμάνια; Η διάλυση του κράτους κατέληγε πάντα σε φούσκωμα της τσέπης όσων ταΐζονταν από το κράτος. Γιατί να μη μπορούσε να εφαρμοστεί η ίδια συνταγή στην Ευρώπη;
Μπορούσε να ανατραπεί η ιστορία; Μπορούσες, ψηφοφόρε, το 2015 να αντισταθείς στον πειρασμό να λύσεις τα προβλήματά σου με έναν νόμο και ένα άρθρο; Όχι! Αν δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα θα βρισκόταν κάποιος άλλος. Η κοινωνία ήξερε ότι σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση το ατομικό μοντέλο επιτυχίας ήταν η διεκδίκηση. Στη χώρα μας οι φιλελεύθερες ιδέες αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές. Γιατί στη πράξη αυτός που διεκδικούσε από το κράτος κέρδιζε ενώ αυτός που ρίσκαρε στην αγορά έχανε! Δεν είναι τυχαίο ότι ο φιλελευθερισμός δεν ευδοκίμησε στη χώρα. Δεν είχε ζωντανά παραδείγματα για να πείσει. Αντίθετα, η διεκδίκηση είχε. Λέξεις όπως «κεκτημένα» και «δικαιώματα» έγιναν ιερές. Οι πολιτικοί είτε από ανικανότητα είτε από κοντόφθαλμο συμφέρον ποτέ δεν σκέφτηκαν τη χώρα ως ένα σύνολο ανθρώπων σε ένα οριοθετημένο χώρο με παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Οι ίδιοι οι πολίτες όσο και αν έγλειφαν τους πολιτικούς, τους θεωρούσαν ανίκανους. Καταλάβαιναν ότι μπροστά στους συνδικαλιστές που ήταν η αιχμή της διεκδικητικότητας ήταν ανίσχυρα πιόνια. Όταν πλέον κατάλαβαν καλά μετά το 2010 ότι τα «κεκτημένα» δεν μεταφράζονται στις συνομιλίες με τη τρόικα, εξοργίστηκαν. Μπροστά στους ξένους δανειστές τα πάντα έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Και αντί να υπάρξει έστω και μια υποτυπώδης αυτοκριτική, έψαξαν να βρουν αυτόν που θα εφάρμοζε την πλέον πετυχημένη συνταγή των προηγούμενων δεκαετιών, τη διεκδίκηση, στο εξωτερικό. Μόνο που το παιχνίδι ήταν πλέον εκτός έδρας. Η μπάλα παιζόταν στις Βρυξέλλες, το γήπεδο ήταν για μεγάλους παίκτες, αστέρια της πολιτικής, όχι για Έλληνες πολιτικούς που υπέκυπταν στον τελευταίο συνδικαλιστή, ούτε όμως για αγροίκους εργατοπατέρες που μπουκάριζαν στα γραφεία για να βρίζουν και να χτυπάν το χέρι στο τραπέζι του διευθύνοντας συμβούλου, όταν δεν τον άρπαζαν απ τον λαιμό.
Η ήττα ήταν βέβαιη. Κανένας από τους συνδικαλιστές, είτε της αριστεράς είτε της δεξιάς δεν ήθελαν να ξεμείνει η χώρα από κεφάλαια. Από πού θα πληρωνόντουσαν οι μισθοί και τα προνόμιά τους; Οι ίδιοι που λίγα χρόνια πριν έκαναν τα αδύνατα δυνατά ώστε να μη δημιουργηθεί υγιής και δυναμικός ιδιωτικός τομέας. Έπρεπε λοιπόν με κάποιο τρόπο να πείσουν τους δανειστές ότι έπρεπε να συνεχίσουν να δίνουν δανεικά και αγύριστα. Χωρίς οικονομία όμως στη χώρα, τι είχαν από πίσω τους ως δύναμη πίεσης; Τον ψηφοφόρο – πελάτη Αυτόν που συνειδητά επέλεξε τη συνταγή της παράλυσης του κράτους για να φουσκώνει η τσέπη του. Τώρα επιχειρούσαν να παραλύσουν και την Ευρώπη.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό για τη χώρα μας, όχι όμως και για το σύνολο των ψηφοφόρων. Γιατί ο ψηφοφόρος που ελαφρά τη καρδία επέλεξε τη ρήξη δεν είχε την ίδια εξέλιξη την επόμενη μέρα. Οι συνέπειες δεν άγγιξαν όλους τους κλάδους ούτε το πάθημα έγινε το μάθημα που έπρεπε να πάρει όλη η κοινωνία.
Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν υπάρχει στη χώρα. Τα δε αριστερά αφηγήματα μάλλον οργή προκαλούν πια. Όμως συνεχίζει να υφίσταται ένα τεράστιο, δομικό πρόβλημα: ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων, όσο και αν έχει υποστεί ήττες τα τελευταία δέκα χρόνια, γνωρίζει μόνο μια συνταγή επιτυχίας, τη διεκδίκηση. Υπάρχουν οι νέοι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν το πάρτι με δανεικά αλλά δεν ξέρουν ποια επιλογή, εκτός από τη μετανάστευση, μπορεί να τους δείξει έναν δρόμο επιτυχίας, και υπάρχουν οι ηλικιωμένοι που δυσκολεύονται να ξεκολλήσουν από το δίπολο αριστερά – δεξιά, το πολιτικό σκηνικό δηλαδή με το οποίο μεγάλωσαν.
Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα καταρρέει αλλά έχει ισχυρό χαρτί ακόμα τον πρόεδρό του. Στη πραγματικότητα το εύρημα είναι αστείο. Ο πρόεδρός του συμπυκνώνει τα στοιχεία που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε κατάρρευση: αμορφωσιά και πολιτική ανικανότητα, στοιχεία που πλέον αποτιμώνται με τα χρήματα που έχασε η χώρα από τη παγκοσμίου φήμης διαπραγμάτευσή του. Η δημοφιλία του όμως δείχνει στην ουσία κάτι άλλο, ότι η χώρα δε θα απαλλαγεί ποτέ από ένα ποσοστό ανθρώπων που θα επιμένουν να ζουν αρπάζοντας τον πλούτο όσων παράγουν, μια που πλέον δε μπορούν να επιβάλουν στο κράτος να δανείζεται για λογαριασμό τους.
Εκτός από αυτούς που επέλεξαν το δρόμο του παρασιτισμού, εσύ ψηφοφόρε που αντιλαμβάνεσαι όλα τα παραπάνω πού θα πας; Η παράδοση λέει ότι όταν ο απόστολος Πέτρος προσπάθησε να φύγει από τη Ρώμη για να αποφύγει τη σφαγή του Νέρωνα, είδε σε όραμα τον Ιησού και τον ρώτησε «Domine, quo vadis?» (Κύριε, που πας;) για να του απαντήσει ο Ιησούς «Eo Roman iterum crucifigi» (έρχομαι στη Ρώμη για να ξανασταυρωθώ). Στις ερχόμενες εκλογές, ψηφοφόρε, πλέον πρέπει να σκεφτείς διαφορετικά γιατί η επιλογή των εκβιαστών δεν οδηγεί πουθενά, όσες φορές και αν προσπαθήσεις ακόμα, η δε επιλογή πολιτικών που το μόνο τους κατόρθωμα ήταν να υποκύπτουν στο παρελθόν στον εκβιασμό των συνδικαλιστών πάλι δεν θα οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.
Ψηφοφόρε, quo vadis?
Facebook Comments