Πέρα από τα δάκρυα των Μεγαρέων: Μια πρόταση για την αξιοκρατική στελέχωση του Κοινοβουλίου
Μικρή σημασία έχει το αν κατανοεί κανείς τις πρόσφατες μετατάξεις στη Βουλή ως μια ενέργεια που έγινε στο πλαίσιο της προγραμματισμένης ένταξης
Μικρή σημασία έχει το αν κατανοεί κανείς τις πρόσφατες μετατάξεις στη Βουλή ως μια ενέργεια που έγινε στο πλαίσιο της προγραμματισμένης ένταξης
Αποτελεί μάλλον τον κανόνα παρά την εξαίρεση, η οριζόντια πρακτική σύμφωνα με την οποία οι εκπρόσωποι του εγχώριου κοινοβουλευτισμού στο τέλος του εκλογικού κύκλου αφήνουν ως πολύτιμη παρακαταθήκη στις διοικητικές θέσεις του κοινοβουλίου συγγενείς, φίλους και συνεργάτες. Την, εν πολλοίς σκανδαλοθηρική, συζήτηση που ακολουθεί στα μέσα περί προνομιούχων ημετέρων σύντομα διαδέχονται οι αντεγκλήσεις της προεκλογικής περιόδου με αποτέλεσμα το ζήτημα να παραμένει για δεκαετίες αρρύθμιστο έχοντας εμπεδωθεί στη συλλογική μνήμη ως ένα από τα κακώς κείμενα της ελληνικής δημοκρατίας.
Μικρή σημασία έχει το αν κατανοεί κανείς τις πρόσφατες μετατάξεις στη Βουλή ως μια ενέργεια που έγινε στο πλαίσιο της προγραμματισμένης ένταξης των υπαλλήλων του κοινοβουλίου στο ενιαίο σύστημα κινητικότητας (αφήγημα ΣΥΡΙΖΑ), είτε ως το τελευταίο επεισόδιο μιας εξοργιστικά ρουσφετολογικής πρακτικής (αφήγημα ΜΜΕ και αντιπολίτευσης), όταν ο συλλογικός μάς στρουθοκαμηλισμός συμπυκνωμένος σε έναν διάλογο που περιστρέφεται γύρω από το ποιοί, πόσοι και από ποιούς «διορίστηκαν στη Βουλή» αποκρύπτει το ουσιαστικό διακύβευμα που δεν είναι άλλο από την κοινωνική απαίτηση για στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού του κοινοβουλίου με αξιοκρατικές και αδιάβλητες διαδικασίες.
Είναι αλήθεια ότι η λειτουργική και οργανωτική διαφοροποίηση του προσωπικού του Κοινοβουλίου από την υπόλοιπη δημοσιουπαλληλία δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αποτελεί μάλιστα κοινή πρακτική στα περισσότερα ΚΜ της ΕΕ, μια πρακτική που θεμελιώνεται στην ιδιαίτερη φύση, τους ξεχωριστούς όρους λειτουργίας και απαιτήσεις του οργάνου. Σημαντικότερος εξ’ αυτών, ο πολιτειακός ρόλος που επιτελεί η Βουλή ως εθνικός νομοθέτης από τον οποίο προκύπτει μια κρίσιμη λειτουργική ταξινόμηση του προσωπικού σε δυο βασικές κατηγορίες υπαλλήλων. Η παρουσίασή τους αποτελεί προϋπόθεση για την νηφάλια προσέγγιση του ζητήματος.[1]
Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από τους μετακλητούς υπαλλήλους και τους συνεργάτες των βουλευτών που επιλέγονται προκειμένου να υποστηρίξουν το έργο των εθνικών αντιπροσώπων και να συμβάλλουν με τις ιδιαίτερες ικανότητές τους στην προπαρασκευή της νομοθετικής λειτουργίας. Για τη συγκεκριμένη ομάδα το πολιτικό (ορθά) διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα επιλογής και τοποθέτησης καθώς η σύμπτωση θέσεων αποτελεί προαπαιτούμενο της συνεργασίας.
Εκεί όπου εντοπίζονται διαχρονικά τα πλέον κραυγαλέα φαινόμενα νεποτισμού και πελατειασμού είναι η δεύτερη κατηγορία δηλαδή, το διοικητικό προσωπικό (μόνιμοι ΙΔΑΧ, ΙΔΟΧ) που επιτελεί υποστηρικτικές λειτουργίες απαραίτητες για τη λειτουργία της Βουλής και των νομικών της προσώπων. Όσο λοιπόν δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί έναν αριστούχο μεταδιδακτορικό οικονομολόγο, υπέρμαχο των απόψεων της Σχολής του Σικάγο, να υποστηρίζει την επιχειρηματολογία ενός κομμουνιστικού κόμματος άλλο τόσο αδυνατεί να κατανοήσει την κρατούσα προσέγγιση στη στελέχωση του διοικητικού μηχανισμού της Βουλής που κατά πρόσφατη δήλωση προϋποθέτει προνομιακή πληροφόρηση και προσωπικές διασυνδέσεις. Στην πορεία των χρόνων υπήρξαν οριακές βελτιώσεις (π.χ. διεξαγωγή διαγωνισμών ΑΣΕΠ για πρόσληψη στενογράφων κ.α.) όμως ποτέ δεν έγινε εκείνο το κρίσιμο βήμα εξορθολογισμού ικανό να αναστρέψει την άποψη που έχει καταστήσει στο συλλογικό θυμικό τον «διορισμό στη Βουλή» συνώνυμο του ρουσφετιού και της συνδιαλλαγής.
Για να περάσουμε από την θεωρία στην πράξη, πρέπει να θεσμοθετήσουμε άμεσα αυστηρές δικλείδες αξιοκρατίας και διαφάνειας στις διαδικασίες α) επιλογής προσωπικού και β) ανέλιξής του στις θέσεις ευθύνης του οργανισμού της Βουλής. Όσον αφορά στην επιλογή προϊσταμένων, ο ν. 4369/2016 παρέχει ένα σαφές πλαίσιο που θα μπορούσε να αποτελέσει πυξίδα εξορθολογισμού, ενώ η στελέχωση του συνόλου του διοικητικού προσωπικού της Βουλής μέσα από έναν αδιάβλητο, αξιοκρατικό και άκρως ανταγωνιστικό διαγωνισμό επιλογής αποτελεί ένα πρώτο ζητούμενο. Η διαγωνιστική διαδικασία για την επιλογή των σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ) πληροί το σύνολο των παραπάνω κριτηρίων και θα μπορούσε να αποτελέσει μια άμεση λύση μηδενικού κόστους, που μεσοπρόθεσμα θα αποπολιτικοποιήσει πλήρως τη διαδικασία διορισμού των υπαλλήλων στο Κοινοβούλιο διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τόσο την αμεροληψία όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μελλοντικών προσλήψεων μέσω της φοίτησής τους στην ΕΣΔΔΑ. Μοναδικά προαπαιτούμενα για την υλοποίηση των παραπάνω είναι ο προγραμματισμός των αναγκών σε προσωπικό από τη Βουλή και η υπογραφή ενός συμφώνου συνεργασίας με το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης που θα εξειδικεύει τις λεπτομέρειες του εγχειρήματος (π.χ. σύσταση ενός νέου κλάδου με πρόγραμμα ειδικά προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της νομοθετικής εξουσίας κ.α.).
Αν λοιπόν δεν είμαστε υποκριτές και δεν μας αρέσουν τα ρουσφέτια, αν δεν επιθυμούμε να αναλωνόμαστε κάθε τέσσερα χρόνια σε συζητήσεις για την κόρη του Βύρωνα, ή εκείνη της Τασίας λύσεις υπάρχουν. Δεν κοστίζουν. Το μόνο που απαιτούν είναι βούληση.
[1] Για λόγους οικονομίας οι Ειδικοί Φρουροί δεν περιλαμβάνονται στην ανάλυση.
Facebook Comments